Τέσσερα χρόνια μετά τις τέσσερις οσκαρικές υποψηφιότητες της «Philomena», ο Στίβεν Φρίαρς επέστρεψε φέτος με το «Βικτώρια & Αμπντούλ» στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βενετίας (αν και εκτός διαγωνιστικού προγράμματος) για να διασκευάσει το ομώνυμο βιβλίο της Σραμπάνι Μπάσου και να αφηγηθεί την σχέση ανάμεσα στη βασίλισσα Βικτώρια της Αγγλίας και τον Ινδό υπηρέτη της, Αμπντούλ Καρίμ, μια φιλία που ανατάραξε τις ισορροπίες στην βρετανική αριστοκρατία και οι λεπτομέρειες της οποίας παρέμειναν κρυφές για δεκαετίες, μέχρι την ανακάλυψη από την συγγραφέα των προσωπικών ημερολογίων του Καρίμ το 2010.

Μαζί με τον Φρίαρς, επέστρεψε και η Τζούντι Ντεντς, όχι μόνο στην Βενετία αλλά και στον ρόλο της ίδιας βασίλισσας που υποδύθηκε στο «Mrs. Brown», ερμηνεύοντας με φυσική πια άνεση τις ιδιοτροπίες, την αυστηρότητα και την επιβλητικότητα μιας Βασίλισσας, χωρίς εκπλήξεις αλλά με αναμφισβήτητη πειθώ. Όταν στην ίσως πιο χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, η Βασίλισσα απειλείται ότι αν δεν απομακρύνει τον Καρίμ από κοντά της, θα ανακηρυχτεί παράφρων και άρα ανίκανη να συνεχίσει στα καθήκοντά της, ο τρόπος και η αμεσότητα με τον οποίο αναδεικνύει τα μεγάλα ελαττώματά της (σε ένα μονόλογο μάλιστα που ο Φρίαρς παρακολουθεί σε ασφυκτικό κοντινό πλάνο) προκύπτουν τόσο αβίαστα που γίνεται δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τον ρόλο από την ηθοποιό.

Η έλλειψη εκπλήξεων όμως αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό της ταινίας και ενώ αυτό αρχικά λειτουργεί θετικά στο χτίσιμο μιας ασφαλούς ατμόσφαιρας που φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ευχάριστης και προσεγμένης βρετανικής παραγωγής, ειδικά όταν η αφήγηση αναπτύσσει το ανάλαφρο κομμάτι της ιστορίας με τις χιουμοριστικές ματιές να βγάζουν μια παράδοξη αίσθηση buddy comedy ανάμεσα στην Βικτώρια και τον Αμπντούλ, στη συνέχεια ξεσκεπάζει όλη την έλλειψη τόλμης της ταινίας, η οποία πορεύεται διαδικαστικά μέχρι το απαραίτητα δραματικό τέλος χωρίς ενέργεια και ορμή.

Οι συζητήσεις μεταξύ της Βικτώρια και του Αμπνούλ, οι σχεδόν καρτουνίστικες αντιδράσεις των αυλικών και των αριστοκρατών της εποχής, οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις αλλά και η φαρσική ανάδειξη του γιου της, Εδουάρδου Ζ’ στον «κακό» της υπόθεσης προσφέρουν ανάλαφρο προβληματισμό, βρετανικό χιούμορ που κατά στιγμές είναι απόλυτα αποτελεσματικό αλλά και μια απόσταση ασφαλείας από όλα τα σκοτεινά σημεία της πραγματικής ιστορίας, χωρίς αναφορές στις ιστορικές υποψίες για διαρροή κρίσιμων κρατικών πληροφοριών μέσω του Καρίμ και τον βαθμό στον οποίο ο «Μούνσι» (δηλαδή δάσκαλος) επηρέασε τις αποφάσεις της Βασίλισσας υπέρ των μουσουλμάνων και κατά των Ινδουιστών της Ινδίας. Ακόμα και η κριτική της ιδέας της αποικιοκρατίας περιορίζεται σε μερικά επιφανειακά σχόλια από το στόμα του Μοχάμεντ, του έτερου Ινδού που συνοδεύει τον Καρίμ στην Αγγλία, για να εγκαταληφθεί λίγο μετά εξολοκλήρου μαζί με τον χαρακτήρα που την εκφράζει.

Το σενάριο του Λι Χολ του «Μπίλι Ελιοτ» εξάλλου προειδοποιεί από την αρχή ότι αυτή «είναι μια αληθινή ιστορία… στο μεγαλύτερο βαθμό» όσο κι αν το φιλμ κλείνει με τις αναμενόμενες ιστορικές πληροφορίες και την φωτογραφία του πραγματικού Αμπντούλ Καρίμ με την Βασίλισσα Βικτώρια. Και στην πράξη, το «Βικτώρια & Αμπντούλ» λειτουργεί πιο καλά όταν αντιμετωπίζει τον εαυτό του σαν κωμωδία, ακόμα και αν αποτυπώνει ακριβώς για αυτό τον λόγο όλους τους περιφερειακούς χαρακτήρες ως καρικατούρες. Οταν όμως το κωμικό timing και η βρετανική υπερβολή οδηγηθούν στο συναισθηματικό κρεσέντο της αφήγησης, το αποτέλεσμα προκύπτει άψυχο, παρά την μόνιμη μουσική υποστήριξη του Τόμας Νιούμαν.

Με το «Βικτώρια & Αμπντούλ», ουσιαστικά ο Φρίαρς αποδεικνύει ότι μπορεί ακόμα να δημιουργεί παιχνιδιάρικο σινεμά εποχής (κάτι βέβαια που απέδειξε και πέρυσι στην «Florence: Φάλτσο Σοπράνο» η οποία ταλαιπωρήθηκε από τα ίδια σχεδόν προβλήματα που μειώνουν και την νέα του ταινία), τόσο αβίαστα όσο και οι βασιλικές ερμηνείες της Τζούντι Ντεντς. Το πρόβλημα είναι όμως ότι αγνοεί πλήρως τον συναισθηματικό αντίκτυπο της ιστορίας του και ότι παραμένει αναίτια στην επιφάνεια, δίχως να τολμήσει ποτέ να βουτήξει στα βαθιά. Και αυτή δεν είναι η κατάλληλη αντιμετώπιση μιας Βασίλισσας.