Οταν το 2010 ο Γερμανός σκηνοθέτης Τόμας Αρσλάν έκανε την ταινία του «In the Shadows» με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου (χωρίς διανομή στην Ελλάδα), με πρωταγωνιστή τον επαγγελματία εγκληματία Τρόιαν, σίγουρα δεν είχε σκοπό να επιστρέψει κάποια στιγμή σε αυτόν. Να όμως που 14 χρόνια μετά ο Αρσλάν αποφασίζει να συνεχίσει την ιστορία του χαρακτήρα αυτού, μέσα από το δεύτερο μέρος της επικείμενης πλέον τριλογίας του, με τίτλο «Η Ληστεία του Βερολίνου».
Δώδεκα χρόνια αφότου ο... επαγγελματίας εγκληματίας Τρόιαν αναγκάστηκε να φύγει από το Βερολίνο, επιστρέφει για ν' αναζητήσει νέα συμβόλαια. Δεν έχει μία και χρειάζεται δουλειά. Αλλά το Βερολίνο έχει αλλάξει κι οι παλιές επαφές του είναι, πια, εκτός πιάτσας. Επιπλέον, στον νέο, ψηφιακό κόσμο, τού είναι δύσκολο να εφαρμόσει το αξίωμά του, ότι δουλεύει μόνο με μετρητά. Κι όμως, η Ρεμπέκα, μεσάζων, του προτείνει ένα επικερδές σχέδιο: πρέπει να κλαπεί ένας πίνακας από το μουσείο. Ο Τρόιαν θα ξαναβρεθεί με την παλιά του ομάδα και με νέες προσθήκες, όμως ο πελάτης έχει άλλα σχέδια για το μέλλον του Τρόιαν, που δεν τον βλέπουν, απαραίτητα, ζωντανό.
Για τον Αρσλάν, αλλά για κάθε σκηνοθέτη που επιστρέφει σε έναν χαρακτήρα που έχει αγαπήσει, ο Τρόιαν είναι ένας εγκληματίας παλαιάς κοπής. Εξάλλου, όπως φαίνεται και από την αρχή της ταινίας, μοιάζει να είναι κάπως έξω από τα νερά του μιας και μέσα σε αυτά τα δώδεκα χρόνια, δεν έχει αλλάξει μόνο το πώς διεξάγεται το έγκλημα, αλλά και το ίδιο το Βερολίνο και ίσως ακόμη και σε ολόκληρη τη Γερμανία.
Εμπνευσμένος από τις ταινίες του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ με πρωταγωνιστή τον Αλέν Ντελόν, ο Αρσλάν τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε ελάχιστες τοποθεσίες, ενώ ταυτόχρονα εξερευνά τις ζωές τους και την προσωπικότητά τους στωικά, με έναν αρκετά λακωνικό τρόπο, χωρίς να μας αφήνει να τους πλησιάσουμε αρκετά.
Αυτός ο περιορισμός παραμένει καθόλη την διάρκεια της ταινίας ελεγχόμενος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, καθώς σκηνοθετεί το Βερολίνο με έναν μινιμαλιστικό, σε στιγμές αρκετά ψυχρό, τρόπο – δεν είναι εδώ εξάλλου για να μας δώσει ενα καρτ-ποσταλική ματιά της γερμανικής πρωτεύουσας – δημιουργώντας έτσι μια σκοτεινή και αποπνικτική ατμόσφαιρα ενός φιλμ νουάρ.
Ακόμα και στις σκηνές δράσεις, όπου υπάρχουν, ο Αρσλάν τις σκηνοθετεί στοχευμένα μινιμαλιστικά. Αν και υπάρχουν οι πυροβολισμοί και τα κυνηγητά, αφήνει εκτός την φασαρία και τον εντυπωσιασμό που θα χρησιμοποιούσαν χολιγουντιανές παραγωγές, και χτίζει το σασπένς μέσα από μια δολοπλοκίες, λεκτικές αναμετρήσεις και πισωμαχαιρώματα τα οποία δημιουργούν κάτι το απόκοσμο μέσα σε αυτό τον δίκτυο των εγκληματιών.
Για τον Αρσλάν η σιωπή είναι χρυσός. Ακόμα και όταν οι χαρακτήρες επικοινωνούν μεταξύ τους λένε μόνο τα απαραίτητα, χωρίς αχρείαστες λεπτομέρειες, ενώ υπάρχουν στιγμές που απλά παρακολουθούμε τα γεγονότα να εξελίσσονται χωρίς την παραμικρή κουβέντα, ενώ έξυπνα τοποθετημένο χιούμορ δίνει τις απαραίτητες και αναγκαίες ανάσες. Εξάλλου και ο Τρόιαν είναι ένας χαρακτήρας που μετριέται με τις πράξεις και όχι με τα λόγια, κάνοντας τον ακόμα πιο ενδιαφέρον με την μεστή ερμηνεία του Μισέλ Ματίσεβιτς.
Κάτι που κάνει την «Ληστεία του Βερολίνου» ένα αστυνομικό θρίλερ που κρατά το αμείωτο ενδιαφέρον του κοινού μέχρι και το τελευταίο λεπτό.