Οταν κυκλοφόρησε πριν τρία χρόνια το «Venom» του Ρούμπεν Φλάισερ, πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν να δουν τον αγαπημένο τους αντιήρωα και αντίπαλο του Spider-Man να αποκτά επιτέλους την ταινία που του αξίζει. Και μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να μην τους δικαίωσε, με μια σχεδόν απογοητευτική είσοδο στο τότε Spider-Verse, ευνουχίζοντας στην ουσία την σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα για ένα πιο ανάλαφρο origin story, αλλά η ταινία αποδείχτηκε μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, τόση όση χρειάζονταν για το σίκουελ να πάρει το πράσινο φως.

Ενα σίκουελ που έδωσε ακόμα περισσότερες ελπίδες στους φανς για κάτι καλύτερο με την προσθήκη του Αντι Σέρκις στην σκηνοθεσία και με την υπόθεση να θέλει τον Εντι Μπροκ να αποπειράται να ξαναγεννήσει την καριέρα του με το να πάρει συνέντευξη από τον κατά συρροήν δολοφόνο Κλέτους Κάσαντι, ο οποίος γίνεται ξενιστής για τον Carnage και καταφέρνει να το σκάσει από τη φυλακή. Μόνο που για άλλη μια φορά το αποτέλεσμα, αν και κάπως καλύτερο από την πρώτη φορά, δείχνει αρκετά κάτω του μετρίου.

Για μια ταινία που τιτλοφορείται ως «Ας Γίνει Μακελειό» («Let There Be Carnage»), δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να το αποδεικνύει, με την δράση να δείχνει τόσο μετριασμένη και άνευρη σε σημεία που μοιάζει βαρετή, ενώ η βία, που υπόσχεται η ταινία, είναι ανύπαρκτη. Η πραγματικότητα είναι πως τα χέρια του Σέρκις είναι δεμένα μετά από και από την απόφαση του στούντιο να κρατήσει ένα φιλικό προς την οικογένεια PG-13, αντί να αφήσει την πραγματική σατανική πλευρά των συμβιοτικών Venom και Carnage να δείξουν τα δόντια τους και να σκορπίσουν αίμα και τρόμο. Τουλάχιστον αυτή την φορά τα εφέ είναι αρκετά καλύτερα από το μπάχαλο των CGI της προηγούμενης ταινίας, αλλά σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να κάνει ο Σέρκινς αν του δινόταν πλήρης έλεγχος για κάτι πιο εξόφθαλμα ενήλικο, όπως αρμόζει στον χαρακτήρα του Venom.

Οχι όμως ότι και ο ίδιος αφήνει την ταινία του να κατρακυλήσει ανεξέλεγκτα στο βούρκο. Γνωρίζει πολύ καλά πως η δύναμή της βρίσκεται στην σχέση του Μπροκ και του Venom και ασπάζεται απροκάλυπτα αυτό το ιδιόμορφο bromance. Γυρίζει την ταινία με αρκετές με αρκετές δόσεις από romcom στοιχεία και αναφορές, βάζοντας την σχέση τους στο επίκεντρο, εκμεταλλεύοντας πλήρως την δυναμική αυτού του ιδιότροπου ζευγαριού με τις γεμάτες βιτριολικές ατάκες τους. Δεν είναι ακριβώς «Deadpool» αλλά είναι εξίσου διασκεδαστικές. Και είναι ακριβώς σε αυτές τις στιγμές που η ταινία καταφέρνει να γίνει η απενοχοποιημένη απόλαυση που για άλλη μια φορά περιμένεις.

Από την άλλη όμως η αρκετά μικρή διάρκειά της ταινίας - μόλις 97 λεπτά, και οι σεναριακές ευκολίες δεν βοηθούν την πλοκή να εξελιχθεί σε κάτι το ενδιαφέρον και σε κάτι που θα σε κρατήσει ως το τέλος, ενώ οι χαρακτήρες, νέοι και παλιοί, δεν τους δίνεται η ευκαιρία να γίνουν κάτι περισσότερο από τις κλασικές κομιξικές καρικατούρες που τους θέλει το σενάριο. Και είναι κρίμα γιατί υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες εδώ κι εκεί, όπως το animation με την ιστορία του Κάσαντι και η δήλωση για την εμμονή του κόσμου με τους κατά συρροήν δολοφόνους, αλλά όλες τους δείχνουν ανεκμετάλλευτες. Ο Κλέτους Κάσαντι του Γούντι Χάρελσον δεν καταφέρνει να γίνει ποτέ πραγματικά απειλητικός, ενώ η Ναόμι Χάρις στον ρόλο της Σρικ και η Μισέλ Γουίλιαμς στον ρόλο της Αν μοιάζουν περισσότερο χαμένες πίσω από τους συμπρωταγωνιστές τους μιας και δεν ξεφεύγουν από τις χάρτινες προσωπικότητές τους.

Ναι, το «Venom 2» δεν είναι τόσο κακό όσο ήταν η πρώτη ταινία, και ίσως αυτό και μόνο ικανοποιήσει κάποιους φανς. Και μπορεί η σκηνή στους τίτλους τέλους να μας προετοιμάζει για ένα αρκετά μεγάλο βήμα για το μέλλον του χαρακτήρα, ο Venom μοιάζει σαν να έχασε για ακόμα μια φορά την ευκαιρία του να μπει δυναμικά στο MCU.