Δεν είναι λίγες φορές που ο κινηματογράφος έχει συνδυάσει τη φιλοσοφία, την πολιτική και την τέχνη, για να δημιουργήσει ένα έργο τόσο νοητικά αλλά και, ταυτόχρονα, αισθητικά ενδιαφέρον. Μια από τις αυτές τις ευχάριστες περιπτώσεις είναι και η ταινία του Σιρίλ Σόιμπλιν με τίτλο «Ωρολογιακός Μηχανισμός», ένας παιγνιώδης διάλογος της αναρχίας και της ωρολογοποιίας σε μία ελβετική πόλη του 19ου αιώνα, φημισμένη για τα ρολόγια της, με επίκεντρο την συνάντηση μεταξύ του Πιότρ Κροπότκιν και μίας σουφραζέτας που ηγείται του κινήματος των γυναικών που εργάζονται σε ένα τοπικό εργοστάσιο.
Οι νέες τεχνολογίες εισβάλλουν στην ωρολογοποιία του 19ου αιώνα στην Ελβετία. Η Ζοζεφίν, μια νεαρή εργάτρια το 1870, έρχεται αντιμέτωπη με τις νέες μεθόδους διαχείρισης χρημάτων, χρόνου και εργασίας στην ωρολογοποιία όπου εργάζεται. Στην πορεία, εμπλέκεται στο τοπικό κίνημα των αναρχικών ωρολογοποιών και γνωρίζει τον Ρώσο ταξιδιώτη και χαρτογράφο Πιοτρ Κροπότκιν.
Ο χρόνος στην ταινία παραμένει ως το τέλος ως ο κύριος πρωταγωνιστής. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Σόιμπλιν διακρίνεται για την ακρίβεια και τη συμβολικότητά της, καθώς ο τρόπος με τον οποίο καδράρει τις σκηνές του παραπέμπει σε μια σχεδόν αποστασιοποίηση από τα γεγονότα, αντικατοπτρίζοντας την απόσταση που δημιουργείται ανάμεσα στους ανθρώπους και το αποτέλεσμα της εργασίας τους, καθώς η εκβιομηχάνιση αποξενώνει τους εργάτες από την παραγωγική διαδικασία.
Αναπτύσσει την αφήγηση του μέσω ενός ρυθμού που μοιάζει να μιμείται τον μηχανικό ρυθμό των ρολογιών, αλλά παράλληλα δημιουργεί μια υποδόρια ένταση. Ο χρόνος στη σκηνοθεσία του δεν είναι απλώς ένα αφηγηματικό εργαλείο. Είναι ένας κεντρικός θεματικός άξονας που γίνεται σχεδόν αισθητός, καθώς καθορίζει τη ζωή, την εργασία και την ελευθερία των χαρακτήρων.
Ομως και σεναριακά υπάρχει μια αρκετά έξυπνη προσέγγιση στη σύγκρουση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το αναδυόμενο αναρχικό κίνημα του 19ου αιώνα, εξετάζοντας το πώς ο χρόνος, μια φυσική έννοια, μετατρέπεται σε εργαλείο καταπίεσης από το καπιταλιστικό σύστημα. Ο χρόνος μετράται, τυποποιείται και γίνεται μέσο εκμετάλλευσης. Η παρουσία του αναρχικού κινήματος προσφέρει έναν αντίποδα σε αυτή την κατάσταση. Οι χαρακτήρες που συνδέονται με τον αναρχισμό δεν εμφανίζονται ως ριζοσπαστικοί ή ιδεαλιστές, αλλά ως απλοί άνθρωποι που επιδιώκουν μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση, βασισμένη στην ισότητα και την αλληλεγγύη, με τις συζητήσεις τους για τον χρόνο και την εργασία να υπογραμμίζουν την αναζήτηση ενός πιο ανθρώπινου τρόπου ζωής.
Ομως οι αργοί ρυθμοί κουράζουν και απαιτούν, αρκετές φορές, υπομονή και προσοχή. Η ταινία αποφεύγει τις όποιες κλασικές αφηγηματικές ευκολίες και λειτουργεί περισσότερο ως ένα αργό, στοχαστικό δοκίμιο που εξετάζει τις λεπτές σχέσεις ανάμεσα στον χρόνο, την εργασία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Παρόλα αυτά όμως τα μηνύματά της είναι διαχρονικά και ηχούν ακόμα και στις μέρες μας. Σίγουρα είναι μια απαιτητική ταινία, η οποία όμως, παρά τις όποιες δυσκολίες της, δεν είναι εδώ απλώς για να δώσει μια ακόμα αναπαράσταση του παρελθόντος, αλλά μέσω αυτών έρχεται την κατάλληλη χρονική στιγμή για να κάνει μια ακριβή κριτική στο παρόν - σαν ένα καλοκουρδισμένο Ελβετικό ρολόι.