Ο Ματιέ είναι ένας νεαρός επίδοξος συγγραφέας που όσο αναζητά την έμπνευση και περιμένει την πολυπόθητη επιτυχία αναγκάζεται να εργάζεται ως μεταφορέας, αδειάζοντας εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας δουλειάς, ανακαλύπτει στο σπίτι ενός άνδρα που μόλις έχει πεθάνει τα χειρόγραφα ημερολόγιά του από τη θητεία του στον πόλεμο της Αλγερίας. Απογοητευμένος από την απόρριψη του δικού του βιβλίου από έναν εκδοτικό οίκο, ο Ματιέ παρουσιάζει ως δικό του το εντυπωσιακό κείμενο, το οποίο όχι μόνο εκδίδεται αλλά γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό από το κοινό και την κριτική, μετατρέποντάς τον σχεδόν εν μία νυκτί στο νέο μεγάλο αστέρι του λογοτεχνικού κόσμου. Λίγο καιρό αργότερα, ο Ματιέ ζει τη μεγάλη ζωή με τη γυναίκα των ονείρων του, περνώντας τον περισσότερο χρόνο του στην παραθαλάσσια βίλα των γονιών της στην Κυανή Ακτή και πασχίζοντας να γράψει το επόμενο βιβλίο του. Μέχρι που το παρελθόν επιστρέφει για να τον στοιχειώσει...

Από το ηλιόλουστο, κοσμοπολίτικο σκηνικό μέχρι τον ήρωα που οικειοποιείται μια ζωή που δεν του ανήκει, ο «Συγγραφέας» του Γιαν Γκοζλάν προδίδει εύκολα τις κινηματογραφικές («Γυμνοί στον Ηλιο», «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ») και λογοτεχνικές επιρροές του από τον αμοραλιστικό κόσμο της Πατρίτσια Χάισμιθ και, κυρίως, από τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του Τομ Ρίπλεϊ.

Ακόμα κι αν αποδεχτεί όμως κανείς ως απαραίτητη σύμβαση το σεναριακό εύρημα της εξωφρενικά βολικής σύμπτωσης που αποτελεί την αφετηρία του «Συγγραφέα», απαιτείται εξαιρετική προσπάθεια για να χωνέψει τη συχνά εξίσου υπερβολική συνέχεια.

Αντιστρέφοντας το χιτσκοκικό μοτίβο που θέλει έναν αθώο να βρίσκεται ύποπτος για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, ο Γκοζλάν προσπαθεί (και ενίοτε το καταφέρνει) να χτίσει μια ατμόσφαιρα έντασης και αγωνίας ζητώντας μας να ταχτούμε αυτή τη φορά στο πλευρό ενός ήρωα για τον οποίο γνωρίζουμε από την αρχή ότι είναι ένοχος.

Το ζητούμενο αυτό δεν είναι ούτε ακατόρθωτο ούτε άνευ κινηματογραφικού προηγουμένου, όμως πάρα την αξιόλογη ερμηνεία του Πιερ Νινέ (τον οποίον γνωρίσαμε ως Ιβ-Σεν Λοράν), με την απροσδιόριστα συμπαθή φυσιογνωμία που μοιάζει να κρύβει πολλά περισσότερα απ' όσα αφήνει να φανούν, ο ήρωας του «Συγγραφέα» δεν διαθέτει τη διαβολικά χαρισματική προσωπικότητα ενός Ρίπλεϊ, ούτε το σενάριο τον εφοδιάζει με το οποιοδήποτε ουσιαστικό στοιχείο για το παρελθόν του προκειμένου να μας κάνει να ενδιαφερθούμε πραγματικά για την τύχη του: Ο Ματιέ παραμένει μέχρι τέλους περισσότερο ένας ατάλαντος άνδρας εξωφρενικά ευνοημένος (ή κυνηγημένος, ανάλογα) από τις συμπτώσεις, παρά κάποιος αποφασισμένος να αδράξει πάση θυσία το πεπρωμένο του.

Βολεμένος στην πολυτελή βίλα των μελλοντικών πεθερικών του, ο Ματιέ δυσκολεύεται προφανώς να γράψει ένα καινούργιο βιβλίο αντάξιο της κάλπικης φήμης του, η πίεση από τους εκδότες του για ένα νέο χειρόγραφο αυξάνεται ασφυκτικά την ίδια ώρα που οι καταθέσεις του εξατμίζονται, ενώ η εμφάνιση ενός μυστηριώδους εκβιαστή που μοιάζει να γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα και ενός καχύποπτου οικογενειακού φίλου της αρραβωνιαστικιάς του κάνουν ολοένα και πιο αποπνικτικό τον ιστό ψεμάτων που ο ίδιος έχει πλέξει.

Προσπερνώντας δίχως δεύτερη σκέψη κάθε ευκαιρία για ένα σχόλιο πάνω στον μπουρζουάδικο τρόπο ζωής των χαρακτήρων του και στη διανοουμενίστικη επιτήδευση του εκδοτικού κόσμου, ο Γκοζλάν παραφορτώνει την ιστορία με κάθε είδους απειλή για τον πρωταγωνιστή του και παρασύρεται σε μια ιλιγγιώδη διαδοχή από ανατροπές και απότομες σεναριακές στροφές. Ομως παρά το όποιο διάχυτο σασπένς, ο υπερβάλλων ζήλος του δεν αρκεί για να εξαφανίσει την έντονη αίσθηση déjà vu.

Η αρχικά «αθώα» επιθυμία του Ματιέ να αναγνωριστεί το έργο του μετατρέπεται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διατηρήσει τα (αδίκως) κεκτημένα του, τη μεγάλη ζωή κι έναν έρωτα που μοιάζει κι αυτός να αποτελεί μέρος του πακέτου της επιτυχίας (όσο κι αν ο Γκοζλάν προσπαθεί –μάλλον υπερβολικά καθυστερημένα– να μας πείσει για την αληθινή του διάσταση). Καθώς το ένα ψέμα διαδέχεται το άλλο, ο Ματιέ δεν αργεί να φτάσει στο έγκλημα για να καλύψει τα ίχνη του.

Είναι όμως πλέον αργά για να ενδιαφερθούμε για ζητήματα ηθικής, όταν η ίδια η ταινία έχει πετάξει την οποία αληθοφάνεια από το παράθυρο. Αυτό που απομένει είναι ένα αστραφτερό, καλογυρισμένο θρίλερ, άψυχο και «κατασκευασμένο» όπως και ο ίδιος ο ήρωάς του.