Η Σάντρα κι ο Ντανιέλ είναι πρωταγωνιστές ενός ερωτικού δράματος που τους θέλει παράνομους εραστές. Το γύρισμα κυλά ομαλά - στα τροχόσπιτά τους αστειεύονται, στο make up προβάρουν τους διαλόγους τους, τα βράδια επιστρέφει εκείνος στη γυναίκα και το νεογέννητο παιδί του, εκείνη στη σύντροφό της. Την μέρα που θα γυρίσουν την ερωτική σκηνή της ταινίας, τίποτα δεν προμηνύει για αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ηθοποιοί και συνεργείο είναι στις θέσεις τους, ο σκηνοθέτης φωνάζει το action και η Σάντρα κι ο Ντανιέλ παίζουν τους ρόλους τους μέχρι που, κάτως από τα σκεπάσματα, ο Ντανιέλ σταματά να παίζει. Η Σάντρα μουδιάζει και σοκάρεται, δεν αντιδρά αμέσως, αλλά όταν ο σκηνοθέτης προτρέπει να ξαναπάνε πλάνο, εκείνη εκμυστηρεύεται με κλάματα στη βοηθό σκηνοθέτη και την σκριπτ ότι ο Ντανιέλ τη βίασε.

Οπως είναι φυσικό, πέφτει βόμβα. Τα κορίτσια θέλουν αμέσως να καταγγείλουν το γεγονός, ο σκηνοθέτης πανικοβάλλεται καταλαβαίνοντας ότι αυτό θα είναι το τέλος της ταινίας του, η παραγωγός προσπαθεί πονηρά να χειριστεί την Σάντρα για να πνίξει την υπόθεση, ο Ντανιέλ αρνείται κατηγορηματικά τα πάντα. Η ένταση θα κλιμακωθεί όταν τα νέα ξεφύγουν από το κλειστό κινηματογραφικό πλατό και η κατηγορία ανέβει στα social media.

Ο Μεξικανός σκηνοθέτης Χόρχε Κούτσι συνηθίζει να καταπιάνεται με ζητήματα της εποχής - η πρώτη ταινία του («50 or Two Whales Meet on the Beach») εστίαζε στη Μπλε Φάλαινα, το μακάβριο challenge που είχε γίνει επιδημία ανάμεσα σε εφήβους και τους ωθούσε στην αυτοκτονία. Σήμερα, θέλει να εξετάσει μία #metoo υπόθεση: πόσο θα γίνει πιστευτή μία ηθοποιός αν καταγγείλει ένα γεγονός σεξουαλικής κακοποίησης και πώς θα αντιδράσει το κινηματογραφικό περιβάλλον που έχει συμφέροντα, πώς τα media, πώς ο κόσμος που θέλει μόνο μία φυτιλιά για να εκραγεί; Ο Κούτσι δεν κρύβει και την πηγή έμπνευσής του: αν το διαβόητο περιστατικό με «το βούτυρο» στα γυρίσματα του «Τελευταίου Τανγκό στο Παρίσι» συνέβαινε στην εποχή μας, τι διαστάσεις θα έπαιρνε;

Ο Κούτσι αρχικά επιχειρεί μία νατουραλιστική τονικότητα στην ταινία - δίνει αρκετό χρόνο και ενέργεια να στήσει την «κανονικότητα» εντός κι εκτός σετ. Πώς η Σάντρα ετοιμάζεται και προβάρει το ρόλο της μπροστά στον καθρέφτη της μακιγιέζ, πώς ο Ντανιέλ μπαίνει στο στούντιο με μία ρουτίνα «καλημέρας» από τον φύλακα στην πύλη μέχρι έναν έναν στο συνεργείο, πώς στήνεται τεχνικά μια σκηνή.

Ολο όμως το κομμάτι της παρατήρησης και του νατουραλισμού καταστρέφεται στον τρόπο που ξεκινά να καταγράφει το σκάνδαλο. Οσο η κάμερα είναι πάνω στη Σάντρα, η ταινία διασώζεται από την αισθαντική κι εκφραστική ερμηνεία της Φιόνα Παλόμο - ενσαρκώνει πηγαία αλλά και με σωστές ισορροπίες το σοκ, τη ντροπή, την ενοχή, τη δύναμη, τη διάλυση της γυναίκας μετά από ένα βιασμό.

Ολη η υπόλοιπη διαχείριση της πλοκής όμως μαστίζεται από αντιφάσεις. Κινηματογραφικά, η ενέργεια βαραίνει και φλατάρει, γιατί η κλεισούρα του σετ οδηγεί σε μία εγκλωβιστική θεατρικότητα. Σεναριακά, κάτι που θέλει να είναι αιχμηρό, μπερδεύει τις θέσεις, τα όρια και τις γραμμές, καθώς επιχειρεί να βάλει τον θεατή να νιώσει όλους τους ήρωες και να αλλάζει συνεχώς γνώμη.

Το αποτέλεσμα παραδίδεται στην ηθικοπλαστική του φλυαρία, τον μελοδραματισμό, τον διδακτισμό. Ακόμα και τεχνικά όμως, σε μία βασική ανισορροπία: αν θέλεις να κρατήσεις την αγωνία, την αναρώτηση, την αμφιβολία στον θεατή για το που βρίσκεται η αλήθεια και ποια θέση να πάρει, γιατί αποκαλύπτεις τι ακριβώς έγινε από τα μισά της ταινίας;