O Λαέρτης είναι ένας 30χρονος βιρτουόζος βιολιστής. Μόνο που το στρες και η έλλειψη συγκέντρωσης του κόβουν τα γόνατα σε μία ακρόασή του και χάνει την πολύτιμη ευκαιρία να προσληφθεί στην Φιλαρμονική Ορχήστρα του Σάο Πάολο. Ανεργος και αποκαρδιωμένος, δέχεται να διδάξει σε δημόσιο σχολείο - σε μια θέση από την οποία παραιτούνται συνεχώς οι συνάδελφοί του. Κι αυτό, γιατί οι μαθητές είναι σκληρά παιδιά ενός άλλου κόσμου - τις φτωχικές φαβέλες της πόλης. Εκεί όπου η μουσική είναι πολυτέλεια και η παιδεία τους έχει προδώσει πολλές φορές - όσες και οι καθηγητές που τους εγκαταλείπουν. Ο Λαέρτης θα δοκιμαστεί και θα δοκιμάσει τα όρια. Θα διδάξει και θα διδαχτεί.

Από το «Στον Κύριό μας με Αγάπη» και τη «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» μέχρι το «Αντίο Κύριε Τσιπς», κι από το «Μία Τρυφερή Σχέση» και την «Ασυμβίβαστη Γενιά» μέχρι το αριστουργηματικό «Ανάμεσα στους Τοίχους», δεκάδες ταινίες μέσα στα χρόνια έχουν εξετάσει τη θεματική του καθηγητού που μπαίνει σε μία τάξη μαθητών και συγκρούεται με πολύ σοβαρότερα προβλήματα από την ίδια τη διαδικασία της διδασκαλίας. Η αντίστιξη των ευπαθών κοινωνικών τάξεων με το σύμπαν της σχολικής τάξης, η γνώση που αντιμετωπίζεται αρχικά ως ανεπιθύμητη κατάρα και σταδιακά μεταμορφώνεται σε έμπνευση, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κινηματογραφικό αφήγημα, που συνήθως προσφέρει μία παλέτα συναισθημάτων και μηνυμάτων στο θεατή. Αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα. Αν δεν προσέξει κανείς τις ισορροπίες, εύκολα το συγκινησιακό κρεσέντο μοιάζει εκβιαστικό και οι διδακτικές κορώνες εκκωφαντικές.

Ο Σέρτζιο Ματσάντο έχει ένα πολύ δυνατό χαρτί: την εικόνα του. Τίποτα δεν είναι καλογυαλισμένο. Αντιθέτως. Η κάμερα βουτά με αυτοπεποίθηση στους βίαιους δρόμους της Ηλιούπολης (Heliopolis) καταγράφοντας τη σκληρότητα της ενηλικίωσης (ή, μάλλον, της απλής επιβίωσης) στις φαβέλες του Σάο Πάολο. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία, οι καταδιώξεις, οι εξεγέρσεις αποτυπώνονται με ενέργεια, ειλικρίνεια και απαραίτητη ωμότητα για να σε συντονίσουν με το συναίσθημα και τη συνείδησή σου.

Το πρόβλημα είναι στο σενάριο (τέσσερις σεναριογράφοι με πέμπτο τον σκηνοθέτη δεν είναι ποτέ ένα καλό δείγμα) που νιώθει ότι πρέπει να υπογραμμίσει το νόημα των τραγικών περιστάσεων, να τονίσει τη συγκίνηση, την οργή, την απελπισία, να μασήσει το μήνυμα στο θεατή. Οι μαθητές πρέπει να ψελλίσουν ότι οι γονείς είναι εξαφανισμένοι, ότι δεν έχουν να φάνε, ότι μόνο όταν παίζουν μουσική νιώθουν σημαντικοί. Ο καθηγητής πρέπει να πει τη φράση «μία μελωδία εξημερώνει και το πιο ανήσυχο αγρίμι». Στην κορύφωση της ιστορίας λοιπόν πρέπει, κυριολεκτικά και συμβολικά, να... βγουν τα βιολιά.

Αυτή η υπερβολή μετατρέπει το στιβαρό δράμα σε μελόδραμα, αδυνατίζει την ένταση κι όλα παραδίδονται σε εύκολες φόρμες και κλισέ. Και είναι κρίμα γιατί και οι ερμηνείες είναι καλοκουρδισμένες και η ιστορία έχει μία αυτόφωτη δύναμη να παίξει με τις χορδές μας, ξεκινώντας έναν ευρύτερο διάλογο. Πολλές φορές καταφεύγουμε σε ρήσεις ότι «μόνο η παιδεία είναι η λύση» - σε κάθε κοινωνικό συγκρουσιακό φαινόμενο. Είναι πάντα ενδιαφέρον να οπτικοποιείται η αντίστιξη της θεωρίας με την πράξη. Γιατί σε παράλληλα σύμπαντα οι αληθινές ζούγκλες δεν ξεκινούν ούτε σταματούν σε μαυροπίνακες. Οι ενήλικες σε προδίδουν, δεν σε διδάσκουν. Και τίποτα δεν μαθαίνουμε όλοι μαζί.