Κάθε πράξη και συμπεριφορά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή εκδηλώνεται, ακόμα κι αν τις περισσότερες φορές αυτή η αλληλουχία δεν είναι άμεση ή εμφανής, αλλά ανεπαίσθητη και υποδόρια, πολλώ δε μάλλον όταν μια χώρα βιώνει συλλογικά κοσμοϊστορικές αλλαγές. Η επιλογή της Χιλιανής Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ Κατσίγιο να τοποθετήσει χρονικά το «Πολύ Αργά για να Πεθάνουν Νέοι», την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της στις αρχές της δεκαετίας του 90 και λίγο μετά την καθαίρεση του Πινοσέτ και το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας δεν είναι διόλου τυχαία, καθώς μπορεί μεν το πολιτικό συγκείμενο να μην αναφέρεται ποτέ ρητά, αντηχεί, όμως, μέσα σ’ αυτή την καλειδοσκοπική ιστορία μιας απομονωμένης ομάδας διανοούμενων και καλλιτεχνών με τις οικογένειές τους στις παρυφές των Άνδεων, η οποία δικαιώνει τις προσδοκίες που άφησε η σκηνοθέτης με την πρώτη της ταινία, το απρόβλητο στη χώρα μας «Από την Πέμπτη ως την Κυριακή».
Μέσα σ’ αυτό το περιτριγυρισμένο από πυκνό δάσος κοινόβιο από ενήλικες, παιδιά και εφήβους, όπου η πρόσβαση γίνεται μέσα από κακοτράχαλους χωματόδρομους και το ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπάρχει, η ταινία καταγράφει τις ζωές και την καθημερινότητα των μελών της κοινότητας με έναν φαινομενικά ράθυμο και αφηγηματικά χαλαρό ρυθμό, που απαιτεί, ωστόσο, την προσοχή του θεατή, ειδικά στο πιο «δύσκολο» πρώτο μέρος, όπου τίποτα σημαντικό δε μοιάζει να λαμβάνει χώρα. Πίσω όμως από αυτή την αντι-αριστοτελική δραματουργία, η Σοτομογιόρ στήνει δεξιοτεχνικά ένα ολόκληρο σύμπαν από βλέμματα, κινήσεις και χειρονομίες και δημιουργεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζουν και κινούνται οι δύο βασικές της πρωταγωνίστριες, η δεκαεξάχρονη Σοφία και η δεκάχρονη Κλάρα.
Κι ενώ ποτέ δεν καθίσταται ποτέ σαφές αν η κοινότητα δημιουργήθηκε κατόπιν εξοστρακισμού ή αυτοεξορίας ή αν είναι απλώς το καπρίτσιο μερικών καλοβαλμένων αστών που θέλουν να ζήσουν μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο, τα δύο κορίτσια προσπαθούν να κατανοήσουν τη θέση τους μέσα σ’ αυτό το ιδιόμορφο μόρφωμα και να προσδιορίσουν τις σχέσεις τους. Η Σοφία ζει με τον πατέρα της και το μικρό αδερφό της και, έφηβη πλέον, ασφυκτιά και θέλει να κάνει τη δική της επανάσταση. Καπνίζει αρειμανίως, ακούει shoegaze μουσική και σκοπεύει να πάει να ζήσει στην πόλη με την τραγουδίστρια μητέρα της, ενώ ερωτεύεται έναν μεγαλύτερό της επισκέπτη στην κοινότητα, προκαλώντας τη ζήλεια του φίλου της Λούκας, ο οποίος δυσανασχετεί στο friend zone με πονεμένα βλέμματα και αδέξιες χειρονομίες.
Η Κλάρα, από την άλλη, «πιο ώριμη από την ηλικία της» κατά τη δική της εκτίμηση, αρχίζει να νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα της επερχόμενης εφηβείας και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τη συμπεριφορά των «μεγάλων», όσο ψάχνει με αγωνία το χαμένο της σκύλο. Η κοινότητα θα προετοιμαστεί για την αλλαγή του χρόνου μέσα σε ένα αποπνικτικό λόγω ζέστης (Νότιο Ημισφαίριο γαρ) κλίμα, και η μουσικοχορευτική εκδήλωση που θα διοργανωθεί θα οδηγήσει τη Σοφία σε ρήξη με τον πατέρα της, ενώ μια φωτιά στο δάσος την επόμενη μέρα θα δοκιμάσει τις αντοχές και τα αντανακλαστικά της κοινής συμβίωσης.
Ακολουθώντας τα βήματα της μεγάλης κυρίας του λατινοαμερικάνικου σινεμά Λουκρέσια Μαρτέλ, η Ντομίνγκα Σοτομαγιόρ υιοθετεί μια πιο υπαινικτική ματιά στην πολυπρόσωπη αφήγησή της, αφήνοντας το θεατή να βγάλει την άκρη και να αποκωδικοποιήσει όσα συμβαίνουν εντός (και κυρίως εκτός) κάδρου. Αυτή η (δημιουργική σε κάθε περίπτωση) ασάφεια αποτελεί το μειονέκτημα, αλλά και την πηγή της τόσο αντιφατικής γοητείας της ταινίας, που ενώ μοιάζει να αδυνατεί να επικοινωνήσει εγκλωβισμένη μέσα σε μια αδιέξοδη εσωτερίκευση, ταυτόχρονα προ(σ)καλεί το θεατή να ενώσει τους διάσπαρτους αφηγηματικούς ιστούς, τα πρόσωπα, τις εικόνες και τους ήχους. Είναι, άλλωστε, ξεκάθαρο ότι η Σοτομαγιόρ δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα γεγονότα, όσο για την ατμόσφαιρα, δίνοντας την ίδια δραματουργική σημασία στους καπνούς του τσιγάρου της Σοφία που μπλέκονται με τους ατμούς του μπάνιου και στις φλόγες μιας φωτιάς που μοιάζει να συμβολίζει τα πάντα, αλλά και τίποτα συνάμα.
Ακόμα κι αν δε γνωρίζει ο θεατής ότι η ταινία είναι βασισμένη σε προσωπικές αναμνήσεις της σκηνοθέτιδας από την παιδική της ηλικία σε μια αντίστοιχη κοινότητα, είναι εύκολο να αναγνώσει κανείς την αυτοβιογραφική διάσταση της ταινίας, όχι όμως με μια στείρα αφηγηματική παράθεση, αλλά περισσότερο ως ένα συνονθύλευμα εμπειριών, βιωμάτων, αλλά κυρίως εντυπώσεων, όπως διαμορφώνονται (ενδεχομένως και παραμορφώνονται) από τη μνήμη που διαθλά με το δικό της τρόπο τα γεγονότα. Σαν ένα «Ρόμα» για πιο δύσκολους λύτες, το «Πολύ Αργά για να Πεθάνουν Νέοι» ανταμείβει τελικά μόνο όσους θελήσουν να αφουγκραστούν τις αλήθειες που ψιθυρίζει.