Ισως το σημαντικότερο (και αυτό το λέμε για καλό) στοιχείο του «Η Γυναίκα Βασιλιάς» είναι πως μετά το τέλος του δεν ξέρεις αν αυτό που έχει προηγηθεί ήταν κάτι αστείο ή κάτι πολύ σοβαρό.
Το ίδιο νιώθεις και για τις δύο και παραπάνω ώρες της διάρκειάς του, καθώς το genre bending που διαδραματίζεται στην οθόνη διασχίζει (σχεδόν στην ίδια σκηνή) από το action movie και το μελόδραμα μέχρι μια ταινία αποκλειστικά για εκπαιδευτική χρήση και ένα camp ανοσιούργημα, όλα στη συσκευασία μιας αλά Disney ταινίας που μοιάζει με νόθο τέκνο της ένωσης του «Βασιλιά των Λιονταριών» με το «Black Panther».
Και, ναι, αυτή η διαρκής εναλλαγή διαθέσεων (του θεατή τελικά περισσότερο κι όχι της ταινίας, αφού αυτή μοιάζει συμπαγής παρά την ολοκληρωτική έλλειψη κέντρου βάρους, άλλου εκτός από την πρωταγωνίστρια της) είναι που μετατρέπει αυτό το οικοδόμημα σε κάτι που δεν γκρεμίζεται παρά την αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή κάποιος θα σταματήσει τη δράση και θα υπενθυμίσει σε όλους πως βρισκόμαστε στην Αφρική των αρχών του 19ου αιώνα.
Πιο συγκεκριμένα βρισκόμαστε στο 1823, όταν στο Βασίλειο της Δαχομέης στη Δυτική Αφρική, ένας στρατός από γυναίκες, γνωστές με το όνομα Αγκότζιε απαρνούνται τη φύση, το σεξ και την ίδια τους τη ζωή προκειμένου να προστατεύσουν τον βασιλιά τους. Ηγέτης τους, η Νανίσκα, μια σκληροτράχηλη πολεμιστής που εκπαιδεύει τις νέες κοπέλες, διδάσκοντας πειθαρχία και αυταπάρνηση, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να καταδικάσει την πρακτική του σκλαβοπάζαρου ως αντάλλαγμα «νίκης» προς τις άλλες φυλές ή τους λευκούς.
Βασισμένο στην αληθινή ιστορία των Αγκότζιε, αλλά μυθοπλασία σε όλο το υπόλοιπο μελοδραματικό του εύρος, το φιλμ της συμπαθούς κατά τα άλλα και ικανής στο χειρισμό των επικών εδώ διαστάσεων Τζίνα Πρινς Μπάιδεγουντ (θυμηθείτε την «Παλιά Φρουρά») μοιάζει συνεχώς «οκ» και «λάθος» την ίδια στιγμή.
«Οκ» γιατί καταφέρνει να πουλήσει το… παραμύθι και παρά την αγγλόφωνη (με έντονη αφρικανική προφορά φυσικά - εκτός Βαϊόλα Ντείβις που μιλάει όπως και σε οτιδήποτε άλλο, απλά επειδή μπορεί) γλώσσα, να δώσει το στίγμα μιας εξωτικής, αλλά και πρωτοπόρας ομάδας γυναικών, τιμώντας με μεγαλοπρέπεια (τα ωραιότερα κοστούμια που είδαμε φέτος είναι εδώ) την Μαύρη Ηπειρο.
«Λάθος» γιατί στην πραγματικότητα μια ιστορία για την εξάλειψη της βίας (κατά των γυναικών), αλλά και σαφώς «εκμοντερνισμένη» για να μιλάει στη σημερινή γενιά (μαύρων) κοριτσιών για το παρελθόν τους και τις διαχρονικές αξίες της αυτοδιάθεσης και την ανεξαρτησίας, είναι βαμμένη με αίμα και με λογική αγριότητας, εκδίκησης και τελικά υποταγής σε έναν…βασιλιά (ακόμη κι αν αυτός είναι καλός, λογικός, σχεδόν φεμινιστής και έχει και το πρόσωπο του Τζον Μπογιέγκα).
Κάπου ανάμεσα στη λογική Disney και τις πραγματικά εξαίρετα χορογραφημένες και πειστικές σκηνές δράσης, η «Γυναίκα Βασιλιάς» είναι μια προσωπική νίκη της Βαϊόλα Ντέιβις, η οποία υπερβαίνει την ελαφρότητα με την οποία απεικονίζεται μια κοινωνία που προφανώς δεν ήταν έτσι (ούτε λόγος για την ευκολία της καταδίκης της δουλείας…), για να παίξει ουσιαστικά το δράμα (της) με τον bigger than life τρόπο που ξέρει, φορώντας ρούχα Αμαζόνας και super stylish αφροπανκ κούρεμα.
Το (οσκαρικό) hype πίσω από μια ταινία που θα λειτουργούσε καλύτερα αν ήταν μόνο παραμύθι ή μόνο (αιματηρό) action movie, στηρίζεται φυσικά στην ακτιβιστική πλευρά της όλης κατασκευής (κοντινής στο «Black Panther», απλά χωρίς κομίξικο έρεισμα), ωστόσο παραμένει μια υπερβολή, όταν ακόμη και αυτά τα διδακτικά μηνύματα είναι μπερδεμένα, λόγια κενά που απλά λέγονται με στόμφο και επική μουσική, σε ένα θέαμα ούτε καν εφηβικό αλλά μάλλον παιδικό.
Οχι μόνο στη σύλληψη του, αλλά κυρίως στην εκτέλεση του.