H Μέρι Λένοξ είναι ένα μάλλον στριφνό 10χρονο κορίτσι που μεγάλωσε σε μια πλούσια, αλλά δίχως αγάπη οικογένεια Βρετανών στην Ινδία. Οταν οι γονείς της πεθαίνουν ξαφνικά, στέλνεται πίσω στην Αγγλία για να ζήσει με τον θείο της, τον Αρτσιμπαλντ, στο απομακρυσμένο εξοχικό του στο Γιορκσάιρ. Εκεί αρχίζει να φέρνει στην επιφάνεια πολλά οικογενειακά μυστικά, ιδίως όταν συναντά τον άρρωστο ξάδερφό της Κόλιν, ο οποίος είναι απομονωμένος σε μια πτέρυγα του σπιτιού. Μαζί, αυτά τα δύο προβληματικά, αταίριαστα παιδιά, θεραπεύουν το ένα το άλλο, μέσα από την ανακάλυψη ενός θαυμαστού μυστικού κήπου, χαμένου στα εδάφη του κτήματος. Ενα μαγικό τόπο περιπέτειας που θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα.
Μπορεί το βιβλίο της Φράνσις Χότζσον Μπερνέτ, «Ο Μυστικός Κήπος», να κυκλοφόρησε το 1911, αλλά ακόμα και σήμερα παραμένει μια από τις πιο αγαπημένες και κλασσικές ιστορίες της παιδικής λογοτεχνίας του φανταστικού. Ενα διαχρονικό γοτθικό παραμύθι που, εντρυφώντας στις πληγές που αφήνει στον ψυχισμό ενός παιδιού ο θάνατος, ο πόνος της μοναξιάς αλλά και το καταθλιπτικό σκοτάδι της απομόνωσης, καταφέρνει και μετατρέπει τους εφιάλτες σε γλυκά όνειρα, αντλώντας μέσα από αυτά, με άπλετη μαγεία και φαντασία, τη σημασία της φιλίας και τη δύναμη της αγάπης.
Θέλοντας να δώσει ένα νέο αέρα στην ήδη χιλιοειπωμένη αυτή ιστορία, η οποία έχει μεταφερθεί τόσο στο σινεμά όσο και στην τηλεόραση, με εκείνη του 1993, σε σκηνοθεσία της Ανιέσκα Χόλαντ, να είναι ίσως και η πιο αγαπημένη από όλες, ο σκηνοθέτης Μαρκ Μάντεν (γνωστός από επιτυχημένες βρετανικές σειρές όπως το «Utopia»), μεταφέρει τους χαρακτήρες της στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και πιο συγκεκριμένα στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947. Αν και ξεκινά εξερευνώντας τις πληγές που αφήνει η φρίκη του πολέμου στην παιδική ψυχή, ο Μάντεν αφήνει τον προβληματισμό του πίσω του ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, κάνοντας την όποια μεταφορά σε εκείνη την περίοδο να δείχνει απλώς περιττή.
Θέλει όμως και παραμένει όσο μπορεί πιστός στο πρωτότυπο υλικό, χωρίς να κρύβει τις γοτθικές ρίζες της ιστορίας του, παρουσιάζοντας την έπαυλη του Μισελθγουέιτ, με γκρίζες αποχρώσεις και μουντούς φωτισμούς, σε αντίθεση με την πανδαισία χρωμάτων που ζωντανεύουν τον μυστικό κήπο, γεμάτο από πλούσια, ονειρική βλάστηση που σε καλεί να την εξερευνήσεις.
Η ταινία φαίνεται σαν να βρίσκεται σε μια διαρκή πάλη ταυτότητας και ατμόσφαιρας, με τον Μάντεν να αδυνατεί να τα συνδυάσει τα δύο σε κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό. Υπάρχουν στιγμές όπου νιώθεις πως η ταινία προσπερνά με ευκολία σκηνές ιδιαίτερης συναισθηματικής βαρύτητας, φτάνοντας σε ένα εύκολο φινάλε, ενώ πέφτει στην παγίδα του υπερβατικού ρεαλισμού που χαρακτηρίζει τους Βρετανούς συγγραφείς της εποχής εκείνης, υπερφορτώνοντας, ασφυκτικά σχεδόν, τις αισθήσεις μας με πλούσια ψηφιακά εφέ, χάνοντας, έτσι, την ουσία και την βαθιά αλληγορία που υπάρχει κρυμμένη στις σελίδες του βιβλίου της Χότζσον Μπερνέτ.
Παρόλ' αυτά, η ταινία καταφέρνει να σε κερδίσει στα σημεία, κυρίως όταν εμπιστεύεται τη δυναμική των τριών παιδιών πρωταγωνιστών της. Η Ντίξι Ετζεριξ μπορεί να είναι μια πιο συμπαθητική εκδοχή της, κατά τα άλλα, εκνευριστικά κακομαθημένης, Μέρι Λένοξ χωρίς να αποδυναμώνει τον χαρακτήρα της με την ερμηνεία της, και ο Ινταν Χέιχερστ με τον Αμιρ Γουίλσον συμπληρώνουν ένα υπέροχο καστ από παιδιά που αναδύουν εξαιρετική χημεία όποτε βρίσκονται στο ίδιο κάδρο. Από την άλλη, ο Λόρδος Κρέιβεν του Κόλιν Φερθ και η κυρία Μέντφορντ της Τζούλι Γουόλτερς είναι γραμμένοι ως χάρτινοι δευτερεύοντες χαρακτήρες που δυστυχώς δεν καταφέρνουν να ενσωματωθούν με φυσικότητα με το υπόλοιπο νεαρό καστ, αν και η αλήθεια είναι πως το σενάριο του Θορν δεν τους δίνει το χώρο για κάτι παραπάνω.
Μπορεί αυτή κινηματογραφική μεταφορά του «Μυστικού Κήπου» να ωχριά μπροστά σε κάποιες άλλες, αλλά ποτέ κανείς δεν λέει όχι για λίγη ακόμα (κινηματογραφική) μαγεία παραπάνω για να ζεστάνει τις καρδιές μας, ειδικά σε αυτούς τους δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς στους οποίους ζούμε. Κρίμα μόνο που αυτή η αίσθηση κρατά εδώ τόσο λίγο.