H Bαλ είναι μία μεσήλικη οικονόμος, οικότροφος νταντά, σε πλούσιο σπίτι του Σάο Πάολο. Εχει αναθρέψει τον μοναχογιό της μεγαλοαστικής οικογένειας, Φαμπίνιο. Μόνο που αυτό είχε τίμημα: έχει αφήσει πίσω στο χωριό της τη δική της κόρη, τη Τζέσικα, την οποία δεν έχει δει για 10 ολόκληρα χρόνια. Οταν η 18χρονη της ανακοινώνει ότι έρχεται στη μεγαλούπολη για να δώσει εξετάσεις στην αρχιτεκτονική, η Βαλ παρακαλεί τους εργοδότες της να μείνει κι εκείνη για λίγο μαζί τους, μέχρι να την τακτοποιήσει. Ολοι είναι αρχικά θετικοί - άλλωστε «όλοι είναι μια μεγάλη οικογένεια». Μόνο που η άφιξη του κοριτσιού θα φέρει ανατροπές στις ισορροπίες του σπιτιού και στις σχέσεις των ενοίκων του: ποιοι είναι οι χώροι υπηρεσίας και ποιοι κοινόχρηστοι, ποιοι είναι ισότιμα μέλη της οικογένειας και ποιοι το προσωπικό, ποια είναι η πραγματική μάνα ενός παιδιού και ποια πραγματικά το μεγάλωσε.
Η Αννα Μουιλαέρτ γράφει και σκηνοθετεί με αμεσότητα και ζεστασιά ένα θέμα που έχει βαθιά ρίζα στον κοινωνικό ιστό της Βραζιλίας (κι όχι μόνο). Η οικονομική άνεση δημιουργεί διαφορετικές συναισθηματικές ισορροπίες: δεν μεγαλώνεις εσύ το παιδί σου, αλλά η νταντά, μία γυναίκα που περνά όλες τις ώρες μαζί του, το φροντίζει, το ταϊζει, το βάζει για ύπνο. Οταν αυτό μεγαλώσει, αναρωτιέσαι γιατί αγκαλιάζει την υπηρεσία, αλλά όχι εσένα. Η οικονομική στέρηση κάνει ακριβώς το ίδιο: αφήνεις πίσω το δικό σου παιδί, σε μία γιαγιά ή θεία, ξενιτεύεσαι για να βρεις δουλειά και να του στέλνεις χρήματα. Οταν αυτό μεγαλώνει, παραξενεύεσαι που είναι ανεπίστρεπτα θυμωμένο.
Η Μουιλαέρτ προσέχει ιδιαίτερα να μην πάρει εύκολη θέση, να μη δημιουργήσει ένα δράμα που η ψυχρή, κυνική αστική τάξη συγκρούεται με τη μεγάλη καρδιά και την ευαισθησία της φτωχολογιάς. Αντιθέτως. Οι ήρωές της, σε όποια πλευρά της βίλας κι αν κατοικούν, είναι όλοι άνθρωποι κι όχι ταξικά σύμβολα - με την ευγένεια και τις παραξενιές τους, την οικειότητα, το βόλεμα, τα λάθη τους.
Ο σκοπός της σκηνοθέτιδας δεν είναι να τεντώσει το δάχτυλο, αλλά να αναδείξει την ειρωνία ενός φαινομένου, τη λάθος αρχιτεκτονική βάση μίας κοινωνικής δομής. Για αυτό και η σκηνοθεσίας της είναι κι αυτή γεωμετρική, «αρχιτεκτονική»: πλάνα της πισίνας από το βλέμμα μίας γυναίκας που δεν έχει ποτέ τολμήσει να κολυμπήσει εκεί, όψεις της μουντής σκάλας που χωρίζει το πάνω σπίτι με το δωμάτιο υπηρεσίας, το λειψό κομμάτι του ουρανού που φαίνεται από το πλυσταριό, η πόρτα της κουζίνας που ανοίγει όταν κάποιος σε φωνάξει από την τραπεζαρία για να σηκώσεις τα πιάτα και να σερβίρεις το γλυκό.
Οταν όμως μελετά τους ανθρώπους, η κάμερα της Μουιλαέρτ πλησιάζει άναρχα: το χάδι στα μαλλιά του Φαμπίνιο, ο οποίος ακόμα γλιστρά στο δωμάτιο της νταντάς του όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί για να τον πάρει αγκαλιά. Η φευγαλέα πίκρα στο βλέμμα της καριερίστας μαμάς του. Τα συνεχώς σε κίνηση χέρια της Βαλ - χέρια που φροντίζουν, μαγειρεύουν, καθαρίζουν, τρίβουν, αγκαλιάζουν, παρηγορούν, μαλώνουν ή βρίσκονται σε μόνιμη αμηχανία: μη σπάσουν κάτι, μη παραβιάσουν κάποιο κανόνα, μη χάσουν τη δουλειά τους. Η οργή που σιγοβράζει στα σφιγμένα χείλια της κόρης, που όχι απλά δεν αναγνωρίζει τις θυσίες της μητέρας της αλλά ντρέπεται και λίγο για λογαριασμό της. Μέχρι να μας αποκαλυφθεί και η γλυκόπικρη σεναριακή ανατροπή, το μυστικό της πιτσιρίκας που θα δώσει ακόμα μεγαλύτερο νόημα στη μελέτη των χαρακτήρων και τη διαιώνιση των ανθρώπινων αδυναμιών.
Ο ισχυρός άξονας και η δύναμη της ταινίας όμως είναι αναμφίβολα η πρωταγωνίστριά της. Η Ρετζίνα Κασέ (βετεράνος της βραζιλιάνικης τηλεόρασης) δίνει σάρκα κι οστά σ' ένα περίγραμμα γυναίκας που θα μπορούσε να καταλήξει καρικατούρα, αν δεν την αναλάμβανε μια ηθοποιός που δεν την συναισθανόταν αμέριστα, δεν την αγαπούσε βαθιά. Εξαιρετικά μελετημένη και προσεκτική στις ισορροπίες, βουτά στις σκηνές της με αβίαστη αμεσότητα, λαϊκή απλότητα, ωμό νατουραλισμό και καλοκουρδισμένο κωμικό timing. Σε κάνει να «ξέρεις» αυτή τη γυναίκα από τον τρόπο που διαχειρίζεται την ενέργειά της μέσα στο χώρο, την κάθε της κίνηση, το χειμαρρώδη της άτεχνο «χωριάτικο» λόγο, τα ταραγμένα της βλέμματα, το ζεστό της γέλιο.
Εχοντας κερδίσει διακρίσεις και βραβεία καλύτερης ταινίας, κοινού και ερμηνειών σε διεθνή φεστιβάλ (Σάντανς, Βερολίνου, Αμστερνταμ, Γκέτεμποργκ) το ντεμπούτο της Μουιλαέρτ αποδεικνύει ότι αυτές οι μικρές ιστορίες με μεγάλη καρδιά αγαπιούνται και ξεχωρίζουν και βρίσκουν τη δικαιωματική θέση τους ανάμεσα στο λαϊκό και arthouse σινεμά του κόσμου, σε κριτικούς και θεατές, crowdpleasers και ταινίες κοινωνικής συνείδησης.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη της Ανα Μουιλαέρτ στο Flix