Οι δυο κολλητές φίλες Χάνα και Λιβ έχουν βρει τον τρόπο να κάνουν τη ζωάρα τους. Ταξιδεύουν σε διάφορα μέρη του κόσμου και όταν τελειώσουν τα λεφτά, πιάνουν μια μικρή δουλειά κάπου για λίγες εβδομάδες, μέχρι να μαζέψουν τα απαραίτητα χρήματα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Κάπως έτσι φτάνουν και στην Αυστραλία, όπου όταν τα λεφτά τελειώνουν αποφασίζουν να πιάσουν μία προσωρινή δουλειά στο μπαρ του ξενοδοχείου «The Royal Hotel» σε μια απομονωμένη πόλη. «Πρέπει να είστε εντάξει με λίγη παραπάνω ανδρική προσοχή», τους λέει η πράκτορας, όχι σαν προειδοποίηση αλλά, κυρίως, ως κάτι που μοιάζει ως προαπαιτούμενο για την συγκεκριμένη δουλειά. Χωρίς να το σκεφτούν τα κορίτσια αποφασίζουν να πάνε. Σίγουρα γνωρίζουν πως μπορεί ένας άντρας και δη μεθυσμένος, να παρεκτραπεί αλλά πιστεύουν πως μπορούν είναι αρκετά δυναμικές για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση. Εξάλλου πόσο πολύ στραβά μπορεί να πάει λίγη παραπάνω ανδρική προσοχή από τους άνδρες θαμώνες ενός τελειωμένου μπαρ στη μέση του πουθενά;
Αλλά από ότι φαίνεται από τη νέα ταινία της Κίτι Γκριν πολλά μπορούν να πάνε (και θα πάνε) στραβά.
Από την πρώτη στιγμή κινηματογραφεί με πλάνα ασφυκτικά, με τον φακό της να καδράρει πάνω στις πρωταγωνίστριες οι οποίες χορεύουν κάτω από την δυνατή μουσική, τα δυνατά neon φώτα αλλά και το αδιάκριτο βλέμμα των ανδρών γύρω τους.
Και από εκεί και μετά δεν σταματά να χτίζει την ιστορία της μέσα σε μια αποπνικτικά κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, σκηνοθετώντας το δικό της φεμινιστικό μανιφέστο, με περιτύλιγμα μια ταινία τρόμου όπου οι ηρωίδες της πέφτουν στην παγίδα, όσο και αν θεωρούσαν ότι είναι αρκετά έξυπνες για να την καταλάβουν από την αρχή. Αυτή η ατμόσφαιρα τρόμου και αγωνίας υποβόσκει καθ’ όλη τη διάρκειά της ταινίας, σαν ένα καζάνι που σιγοβράζει συνεχώς, χωρίς να ξέρεις το πότε, το που και από ποιον θα ξεκινήσει τελικά η επικείμενη έκρηξη.
Σκοπός της είναι να σε κάνει να νιώσεις άβολα, να σε βάλει στην θέση των ηρωίδων της οι οποίες βάλλονται συνεχώς από τα λάγνα βλέμματα των μεθυσμένων θαμώνων του μπαρ, από σεξιστικά σχόλια και ακόμα πιο αγενή αστεία, απαιτώντας τους μάλιστα να τους χαμογελάσουν (γιατί έτσι πρέπει να κάνουν κάτω από αυτές τις συνθήκες).
Κάτι τέτοιες μικρές λεπτομέρειες δίνουν στην ταινία της Γκριν εκείνο το κάτι που την κάνει ακόμα περισσότερο να ξεχωρίζει, χωρίς η ίδια να φοβάται να αφήσει την κάμερά της να παραμείνει σταθερή πάνω στις πιο άβολες στιγμές και στις ακόμα πιο δυνατές σιωπές της για να κάνει τις πρωταγωνίστριες να φανούν ακόμα πιο ευάλωτες, ακόμα και όταν η μπάρα του μπαρ μοιάζει το μοναδικό προστατευτικό τείχος ανάμεσα σε αυτές και τους άντρες που οι πράξεις τους απέναντί τους σταδιακά αρχίζουν να ξεφεύγουν και να περνούν τα όρια.
Η Λιβ και Χάνα παρουσιάζονται ως δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: από τη μια πλευρά μια γυναίκα η οποία θέλει να χαρεί τη σεξουαλικότητά της και νιώσει την ανεμελιά της νιότης της, και από την άλλη μια γυναίκα η οποία είναι πάντα ανασφαλής και καχύποπτη, τελικά φοβισμένη.
Αυτή τη διχοτόμηση την εκφράζουν τέλεια οι δυο πρωταγωνίστριες της ταινίας, Τζέσικα Χένγουικ και Τζούλια Γκάρνερ (η οποία συνεργάζεται για δεύτερη φορά με την Γκριν μετά το «The Assistant»), έχοντας μια αδιαμφησβήτητη χημεία μεταξύ τους, με την Γκάρνερ να ξεχωρίζει κάπως με την σύνθετη και μελετημένη ερμηνεία, η οποία μπορεί να παρουσιάζεται ως μια δυναμική φεμινίστρια, αλλά κρύβει μέσα της μια φοβισμένη γυναίκα η οποία το μόνο που θέλει είναι να πάει σπίτι της.
Με ένα αδυσώπητο φινάλε που έρχεται, σχεδόν, όπως το περιμένεις, το «Royal Hotel» συνεχίζει το διάλογο που έχουν ανοίξει, εδώ και καιρό, οι προκάτοχοί του στη μετέπειτα #MeToo εποχή για να (μας) πει, ξανά τα αυτονόητα.