Για πολλή ώρα μέσα στον «Ραψωδό», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Νικολάι Χάμελ γραμμένη από τον ίδιο και τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο, ο οποίος και πρωταγωνιστεί, δεν είσαι σίγουρος για το τι βλέπεις: μια κοινωνική σάτιρα παραδοξοτήτων, ένα κινηματογραφικό παράλογο, κάτι ανάμεσα σε μια απόπειρα ελληνικού Γκάι Ρίτσι και μια πρόβα - πριν γίνει ταινία - ταινίας ή τελικά κάτι που επιμένει αταξινόμητα χωρίς ωστόσο να ξέρει το γιατί.

Προσπαθώντας κανείς να περιγράψει την υπόθεση θα βρεθεί μάλλον αβοήθητος, καθώς ο πρωταγωνιστής της ταινίας με το όνομα… Αίσωπος, αφηγείται σε ένα φίλο του σε ένα καφέ μια σειρά από ιστορίες που έχουν ως κέντρο τους μια συμμορία που εξαπατά αναξιοπαθούντες υποσχόμενή τους θαύματα. Η αφήγηση διακόπτεται και στον παρόντα χρόνο αλλά και μέσα στο χρόνο της αφήγησης, συνεχίζεται σε άλλο σημείο, δημιουργώντας έτσι ένα επάλληλο σύμπαν από ιστορίες, ήρωες που ενώνονται και μια διαρκή αίσθηση ότι όλο αυτό που παρακολουθείς ή βρίσκεται στο μυαλό κάποιου ή είναι μια τριπαρισμένη εκδοχή της πραγματικότητας.

O,τι και να είναι δεν δείχνει να λειτουργεί. Και σίγουρα δεν λειτουργεί ούτε ως μια σάτιρα πάνω στην ελληνική κοινωνία - καθώς από διακριτικά μέχρι και… διδακτικά θίγει καίρια ζητήματα ξενοφοβίας, ρατσισμού και ομοφοβίας, ούτε ως μια αλληγορία πάνω σε μια εποχή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν λύσεις στα πάντα από ένα θαύμα, ακόμη και αν αυτό είναι τερτίπι ενός απατεώνα, ούτε φυσικά ως ένα ξέφρενο (που θα ήθελε) δοκίμιο πάνω στην τέχνη της αφήγησης ή ακόμη και των ρόλων που υποδυόμαστε στο μεγάλο θέατρο της ζωής.

Ακαθόριστο και διάσπαρτο σε τόσα πολλά μέρη που δεν μπορεί παρά σε στιγμές να συγκρατήσει την προσοχή του θεατή, με αστεία που λειτουργούν σε πολύ μικρότερο ποσοστό απ' όσο ίσως έμοιαζαν όταν γράφτηκαν, με έναν τόνο που μοιάζει κωμικός και τρελός, αλλά τελικά δημιουργεί περισσότερο θόρυβο από ένα διαυγές τοπίο παραλογισμού και ερμηνείες που ίσως κάθε μία ξεχωριστά έχει πιάσει το νόημα αυτού που περίπου είναι η ερμηνευτική οδηγία, αλλά όλες μαζί μοιάζουν να παίζουν σε τελείως διαφορετικό volume σε μια παράφωνη άρρητη ενορχήστρωση.

Oσο κι αν ο πάντα αφοπλιστικά εκφραστικός Προμηθέας Αλειφερόπουλος προσπαθεί να σηκώσει ολόκληρη την ταινία στους ώμους του, η παραγωγή που προδίδει έλλειψη πόρων, η αισθητική (χειροποίητη) σύγχυση και οι μόνο ελάχιστες χαριτωμένες στιγμές που σε κάνουν να χαμογελάς, τον αφήνουν μόνο του - σταθερό για όσο μπορεί - στο κέντρο ενός σεναριακού, σκηνοθετικού και νοηματικού χάους.