Λίγες εβδομάδες μόλις μετά τη «Μνήμη του Δολοφόνου» με τον Λίαμ Νίσον, άλλη μια ταινία του Μάρτιν Κάμπελ έρχεται να κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες.
Το «Κώδικας: Εκδίκηση» μπορεί να βγήκε στον υπόλοιπο κόσμο αρκετά πιο πριν, αλλά μοιάζει σαν μια κακή συρραφή όλων εκείνων των ταινιών στις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει ο Νίσον. Ενα πραγματικό overkill που ακόμα και οι ίδιοι οι επαγγελματίες δολοφόνοι ήρωες του θα θεωρούσαν ως υπερβολικό.
Η Ανα έχει ανελιχθεί στην πιο εξειδικευμένη δολοφόνο στον κόσμο, αφού εκπαιδεύτηκε από τον θρυλικό δολοφόνο Μούντι που τη διέσωσε όταν εκείνη ήταν παιδί. Οταν ο Μούντι - ο άντρας που ήταν σαν πατέρας της και της έμαθε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει για την εμπιστοσύνη και την επιβίωση - σκοτώνεται βάναυσα, η Άννα ορκίζεται εκδίκηση. Καθώς εμπλέκεται με έναν αινιγματικό δολοφόνο που δεν θα της κρύψει την έλξη του προς εκείνη, η αντιπαράθεση τους γίνεται θανατηφόρα.
Η σκηνοθεσία του Κάμπελ, πιο γνωστός - αιωνίως μάλλον - για την σκηνοθεσία του στο «Casino Royale», για άλλη μια φορά μπαίνει άνετα σε έναν αυτόματο διεκπεραιωτικό πιλότο, ρίχνοντας το βάρος του στις σκηνές δράσης οι οποίες, αν και στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι καλοφτιαγμένες – ειδικά εκείνες σώμα με σώμα - δεν καταφέρνουν ποτέ, ελλείψει κάποιας γερής βάσης, να χτυπήσουν κόκκινο στην αδρεναλίνη.
Η πλοκή καταπιάνεται από τη χιλιοειπωμένη φόρμουλα, εκείνη ενός επαγγελματία δολοφόνου ο οποίος ζητά εκδίκηση, και δεν προσφέρει τίποτα νέο σε αυτή. Τοποθετεί τους χαρακτήρες της από τη μια εξωτική περιοχή στην άλλη προσθέτοντας μια δυο σκηνές δράσης ενδιάμεσα για προχωρήσει την αδιάφορη και χωρίς το παραμικρό σασπένς ιστορία, η οποία, από την αρχή γνωρίζεις ακριβώς πως θα καταλήξει.
Στο επίκεντρο όλων βρίσκεται και ο χαρακτήρας της Μάγκι Κιου, της οποίας το ταλέντο στις πολεμικές τέχνες αναδεικνύεται πλήρως. Αντίθετα με τη γοητεία που δεν μοιάζει να έχει για να εξελίξει τον χαρακτήρα της σε κάτι παραπάνω από μια δολοφονική μηχανή. Από την άλλη ο Μάικλ Κίτον έχει ένα στάτους το οποίο από μόνο του αρκεί για να τραβήξει όλα τα φώτα πάνω του. Ακόμα και σε σκηνές με την Κιου, με την οποία υπάρχει μια κάποια χημεία (ακόμα και σε εκείνη την αρκετά άβολη «ερωτική μάχη»), ο Κίτον προσφέρει «χαρακτήρα» σε έναν χάρτινο ήρωα, τον οποίο κάποιος άλλος στην θέση του θα τον είχε παίξει ως απλά μια καρικατούρα κακού.
Και είναι κρίμα γιατί θα μπορούσε, ίσως με κάποιο πιο καλογραμμένο σενάριο και μια πιο στιβαρή σκηνοθεσία, να ήταν μια ταινία που θα απολαμβάναμε σε κάποιο θερινό. Τώρα απλά είναι μια ακόμα ταινία η οποία θα περάσει γρήγορα στα αζήτητα.