Πόσο το «μία από τα ίδια» είναι αρκετό για κάποιον για να πει φτάνει; Και στην συγκεκριμένη περίπτωση πόσο αρκετό είναι για κάποιους το να βλέπουν τον Λίαμ Νίσον να παίζει σταθερά διάφορες παραλλαγές του ίδιου κλίσε ήρωας πριν σταματήσουν να του δίνουν χρήματα για να το κάνει;
Μάλλον, από ό,τι φαίνεται, όχι τόσο έτσι ώστε με διαφορά μόλις λίγων μηνών μεταξύ τους να έχουμε δυο ταινίες με τον Λίαμ Νίσον πρωταγωνιστή σε παρόμοιους ρόλους. Αν και η νέα ταινία «Η Μνήμη του Δολοφόνου», βασισμένη στην ομότιτλη βέλγικη ταινία του 2003, δεν διαφέρει αρκετά από όποια άλλη ταινία στις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει ο Νίσον τα τελευταία χρόνια, εδώ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον και υπομονή μας λίγο παραπάνω από τον μέσο όρο.
Αυτή την φορά ο Νίσον πρωταγωνιστεί στον ρόλο ενός έμπειρου εκτελεστή, του Aλεξ Λιούς, ο οποίος είναι φημισμένος για την διακριτική του ακρίβεια. Oταν αρνηθεί να ολοκληρώσει τη δουλειά για μια επικίνδυνη εγκληματική οργάνωση, μετατρέπεται σε στόχο και πρέπει να κυνηγήσει όσους τον θέλουν νεκρό. Ο βετεράνος πράκτορας του FBI, (τον υποδύεται ο Γκάι Πιρς, η Λίντα Αμιστεντ και ο Μεξικανός κατάσκοπος Χιούγκο Μάρκεζ (τον υποδύεται ο Χάρολντ Τόρες) αναλαμβάνουν να ακολουθήσουν το σωρό πτωμάτων που αφήνει στο πέρασμά του ο Aλεξ. Κυνηγημένος από εγκληματίες και FBI, o Aλεξ έχει όλα τα εφόδια να ξεφύγει, εκτός από ένα – παλεύει με την απώλεια μνήμης που επηρεάζει κάθε του κίνηση και δυσκολεύει το στόχο του. Όσο οι λεπτομέρειες θολώνουν και οι εχθροί πλησιάζουν, ο Άλεξ υποχρεώνεται να αμφισβητήσει κάθε του κίνηση και ποιόν μπορεί να εμπιστευτεί.
Αυτό που διαφοροποιεί κάπως τον χαρακτήρα του Νίσον από τους υπόλοιπους που έχει παίξει τον τελευταίο καιρό, και αυτό που κάνει την ταινία λίγο πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις άλλες ταινίες, είναι πως πέρα από τους κακούς που έχει να αντιμετωπίσει, ο μεγαλύτερός του αντίπαλος φαίνεται να είναι το Αλτσχάιμερ. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Μάρτιν Κάμπελ, ο οποίος μας είχε δώσει και την πρώτη ταινία του Ντάνιελ Κρεγκ ως Τζέιμς Μποντ στο «Casino Royale», προσπαθεί να χτίσει το σασπένς γύρω από αυτή την ασθένεια βάζοντας τους χαρακτήρες του σε έναν αγώνα δρόμου με τον χρόνο καθώς τα στοιχεία που χρειάζονται για να εξαλείψουν ένα δίκτυο διακινητών ανθρώπων και παιδεραστών αρχίζουν να χάνονται στο μυαλό ενός επιδέξιου πληρωμένου δολοφόνου.
Σίγουρα μια σεναριακή τροπή που την έχουμε ξαναδεί, αλλά αυτό δίνει στον Νίσον το έναυσμα να ξεφύγει κάπως από τον καρικατουρίστικο και πιο σχηματικό ρόλο ενός εκτελεστή, τον οποίο έχουμε δει να παίζει αρκετές φορές πριν. Αν και πίσω από τον κλασικό σκληροτράχηλο, πλην τίμιο, δολοφόνο ο Νίσον αυτή την φορά προσεγγίζει τον ρόλο του με μια παραπάνω βαρύτητα από ό,τι μας έχει συνηθίσει, δίνοντας στον χαρακτήρα του μερικές ιδιαίτερες, πιο ευαίσθητες πινελιές, καθώς παλεύει με το ίδιο του το μυαλό καθώς η κατάστασή του συνεχώς επιδεινώνεται και νιώθει το πνεύμα που γλιστρά και χάνεται.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η ταινία ξεφεύγει απόλυτα από την μετριότητα. Και αυτό γιατί ο Γκάι Πιρς, στον ρόλο του πράκτορα του FBI που προσπαθεί να πιάσει τον Νίσον, παίζει τον ρόλο του διεκπεραιωτικά, και η Μόνικα Μπελούτσι, στον ρόλο της ζάμπλουτης μεσίτριας που κρύβεται πίσω από όλα αυτά, όσο εκθαμβωτικά όμορφη κι αν είναι σε κάθε πλάνο, εδώ απλά υπάρχει μόνο για να περιφέρει την αίγλη μια ευρωπαίας καλλονής σε έναν κατά τα άλλα χάρτινο χαρακτήρα.
Οσο αφορά τον Κάμπελ, πιάνει με έναν τρόπο επιδερμικό το θέμα της διακίνησης ανθρώπων και της εκμετάλλευσης των μεταναστών, της παιδεραστίας αλλά και των λίγων εκείνων προνομιούχων οι οποίοι είναι πάνω από οποιοδήποτε κράτος δικαίου, χωρίς να καταφέρνει να μετατρέψει όλο αυτό σε ένα ουσιώδες πολιτικό σχόλιο, με ένα σενάριο με ευκολίες και τα κλασικά κλισέ το οποίο τα πασπαλίζει όλα αυτά με μπόλικες τάχα μου ιντριγκαδόρικες και βαρύγδουπες ατάκες περί δικαιοσύνης και τιμωρίας, τις οποίες μάλλον παρερμηνεύει ως ένδειξη κοινωνικοπολιτικής κριτικής, οι οποίες χάνονται κάτω από μια άνευρη δράση.
Παρόλα αυτά όμως αν μια ταινία καταφέρει να αποτελέσει μια έστω δικαιολογία για να τραβήξει την προσοχή τουλάχιστον των φαν του Νίσον, τότε αυτή είναι σίγουρα «Η Μνήμη του Δολοφόνου», μια ταινία που, παραδόξως δεν χάνεται, κατευθείαν, στην λήθη εκείνων των κακών ταινιών που ξεχνιούνται με το που βγεις από την αίθουσα.