Σε ένα συντηρητικό πολωνικό χωριό των τελών του 19ου αιώνα, η 19χρονη Γιάγκνα, όμορφη και ανύπαντρη, είναι αντικείμενο ζήλειας γυναικών κάθε ηλικίας και πόθου πολλών αντρών, συμπεριλαμβανομένου του Aντεκ, αγρότη άξεστου και παντρεμένου με παιδιά, πλην γοητευτικού. Η Γιάγκνα υποκύπτει στην πολιορκία του και τον ερωτεύεται, όμως τα πράγματα μπερδεύει ο χήρος γαιοκτήμονας πατέρας του Aντεκ που, πεπεισμένος από τους συντοπίτες του να ξαναπαντρευτεί, ετοιμάζεται να ζητήσει το χέρι της κοπέλας από τη μητέρα της έναντι ενός εκτεταμένου κομματιού γης.
Κι αν ο γάμος τελείται με τις ευλογίες της μάνας και παρά τις αντιρρήσεις της μελλόνυμφης, το απαγορευμένο ειδύλλιο συνεχίζεται, διαλύοντας σιγά-σιγά οικογένειες και σόια, μετατρέποντας τις ζήλειες σε φθόνο και έχθρα, και ανοίγοντας όλο και πιο διάπλατα τον δρόμο για την διαπόμπευση της Γιάγκνα, της οποίας τα μόνα κρίματα ήταν η ομορφιά και η δίψα της για αυτοδυναμία. Το χωριό δεν θα ανεχτεί τέτοια τάση για ελευθεριότητα, όπως κανένα χωριό σε καμία ιστορία γυναικείας απόκλισης από την ανηλεή πατριαρχική παράδοση -από το λογοτεχνικό «Άλικο Γράμμα» του Ναθάνιελ Χόθορν μέχρι το κινηματογραφικό «Dogville» του Λαρς φον Τρίερ.
Ετσι και το βραβευμένο με Νόμπελ μυθιστόρημα του Βλάντισλαβ Ρέιμοντ, που πήρε την πολωνικού τύπου επαρχιακή μισαλλοδοξία, πλήρη με τα ιδιαίτερα ήθη του τόπου και την καθολική ενοχή, και την έκανε λογοτέχνημα επικό στα 1904-1908, κάπου χιλίων σελίδων και τεσσάρων τόμων, ο καθένας για μια εποχή του χρόνου. Η πρόκληση για το ανδρόγυνο κινηματογραφιστών Ντορότα Κομπιέλα και Χιού Βέλχμαν, δημιουργών του εντυπωσιακού animation «Lovιng Vincent» προ εξαετίας, ήταν όχι μόνο να συμπυκνώσουν σε μια δίωρη ταινία το θρυλικό έργο-ποταμό, που διδάσκεται ακόμα στα πολωνικά σχολεία, αλλά και να εξελίξουν τον «ροτοσκοπικό» άθλο εκείνου του φιλμ, μετασκευάζοντας κάθε κινηματογραφημένο live action καρέ σε ελαιογραφία.
Αποτέλεσμα, πάνω από 40.000 ελαιογραφίες σε κινούμενο σχέδιο, εμπνευσμένες από την πολωνική ρομαντική σχολή ζωγράφων της εποχής (Γιούζεφ Χεουμόνσκι, Φέρντιναντ Ρούστσιτς) και δοσμένες με σεβασμό στις διακυμάνσεις των τεσσάρων εποχών-κεφαλαίων, αίσθηση ρεαλισμού στην περιγραφή της τότε βουκολικής ζωής, αφηγηματικό τέμπο που σιγοντάρεται κι από τις ρυθμικές διασκευές της φολκλορικής μουσικής (υπεύθυνος ο συνθέτης και ράπερ Λούκας «Λουκ» Ροσκόφσκι) και μια ευδιάκριτα εκφραστική -πίσω από τις στρώσεις χρωμάτων- ερμηνεία από την Καμίλα Ουρζεντόφσκα.
Εν τούτοις, ενόσω παρακολουθείς τις δοκιμασίες της Γιάγκνα, έχεις μόνιμα την αίσθηση πως πίσω από το ζωγραφικό στιλιζάρισμα δεν κρύβεται παρά ένα τυπικό μελόδραμα εποχής, παραθετικό στο ξετύλιγμα (ελέω ίσως και της σεναριακής σύμπτυξης, που υποχρεώνει τη δράση σε βιαστικά άλματα) και, κυρίως, χωρίς
διάθεση ουσιαστικής ανανέωσης των θεμάτων του. Και αναρωτιέσαι γιατί animation και όχι μια ευθεία live action προσαρμογή.