Οταν συναντάμε τον Μπγιερν Αντρεσεν, στην ηλικία των 65 ετών, βρίσκεται υπό την απειλή έξωσης, το διαμέρισμα του είναι μια ωρολογιακή βόμβα με το γκάζι μονίμως ανοιχτό και σωρούς από άχρηστα πράγματα και σκουπίδια. Ο συμβολισμός είναι έντονος για έναν άνθρωπο που έζησε όλη του τη ζωή χωρίς να ανήκει στην πραγματικότητα πουθενά, σαν σε μια έξωση διαρκείας, έχοντας αναγκαστεί να συγκατοικήσει στα «σπίτια» που του προσφέρθηκαν με «πράγματα» που δεν επέλεξε, «πράγματα» που άφησε να στοιβάζουν, «πράγματα» που δεν τόλμησε ποτέ να πετάξει.
Το διαμέρισμα θα σωθεί, με την επέμβαση της υπομονετικής συντρόφου του, της Γιέσικα, η οποία θα τον βοηθήσει να καθαρίσει, θα πετάξει όλα τα σκουπίδια και θα του θυμίσει πως είναι να ζεις στο δικό σου σπίτι, με τους ανθρώπους που αγαπάς, ασφαλής και προστατευμένος από τον έξω κόσμο, τη μοίρα και κυρίως τα παιχνίδια της.
Και κάπως έτσι ο Μπγιερν θα σταθεί με τόλμη απέναντι στην κάμερα, μια φιγούρα γοητευτική και μαζί καταραμένη, μάρτυρας και άγιος μαζί, για να αφηγηθεί την ιστορία του, που, μετά το πρώτο διάβασμα καταλαβαίνεις ότι δεν ξεκινάει όταν στα 15 του χρόνια επελέγη από τον Λουκίνο Βισκόντι για να γίνει ο εμβληματικός Τάτζιο στο «Θάνατο στη Βενετία», αλλά πολύ νωρίτερα, όταν η αυτοκτονία της μητέρας του θα τον άφηνε μόνο, μακριά και από την ετεροθαλή αδελφή του, ένα χαμένο παιδί χωρίς οικογένεια, σπίτι και σκοπό.
Τα κομμάτια της ζωής του Μπγιερν Αντρεσεν θα αρχίσουν να συναρμολογούνται όχι ακριβώς χρονολογικά, αλλά μάλλον με τη σειρά που τα φέρνει η μνήμη, τα πιο τραγικά θα μείνουν προς το φινάλε ως «ανείπωτα», άλλα δεν θα τα μάθουμε ποτέ, μερικά θα αποκαλυφθούν ίσα για να συμπληρώσουν μερικά κενά - είναι ήδη αρκετό και το σημαντικότερο επίτευγμα του ντοκιμαντέρ των Κριστίνα Λίντστρομ και Κρίστιαν Πέτρι ότι ο πρωταγωνιστής τους τους εμπιστεύθηκε και αυτοί με τη σειρά τους τον αγάπησαν τόσο ώστε να δημιουργήσουν μια σχέση που αν δεν υπήρχε ίσως να μην υπήρχε και αυτή η ταινία.
Με σημείο αναφοράς την επιλογή του Μπγιερν Αντρεσεν από τον Λουκίνο Βισκόντι και την απήχηση που είχε η ταινία αλλά και ο ίδιος σε ολόκληρο τον πλανήτη, το ντοκιμαντέρ θα ξεκινήσει μάλλον με μια περίπου αυθαίρετη αναγωγή που κρύβει ωστόσο αλήθειες: ο Μπγιερν Αντρεσεν έγινε ένα είδωλο, gay icon και ίσως ο διασημότερος ηθοποιός της εποχής, ουσιαστικά κέρδισε μια θέση στην κινηματογραφική αθανασία, χωρίς ωστόσο να νιώσει ποτέ ότι κέρδισε κάτι εκτός από «εκμετάλλευση», αρχικά από τον ίδιο τον Βισκόντι που δεν τον χρειαζόταν πια μετά την πρεμιέρα στις Κάννες, από τους θαμώνες ενός γκέι μπαρ το ίδιο βράδυ που «ένιωσε» να τον καταβροχθίζουν με τα μάτια τους, από έναν μάνατζερ στην Ιαπωνία που τον περιέφερε ως μια μαριονέτα προς τέρψιν και ευχαρίστηση των θαυμαστών του.
Στην πραγματικότητα, τουλάχιστον σύμφωνα με όσα αφηγείται ο ίδιος, ο Αντρεσεν δεν κατάφερε ποτέ να συγχρονιστεί ούτε με τη δημοσιότητα του, ούτε με το γεγονός ότι έγινε ηθοποιός χωρίς να ξέρει αν θέλει και σίγουρα όχι με την απήχηση που είχε, περισσότερο από ερωτικό αντικείμενο, σαν να ήταν ο ίδιος ο Τάτζιο του Τόμας Μαν και της ταινίας: ένας άγγελος, ένα φάντασμα, ένα δημιούργημα της φαντασίας, η ίδια η επιθυμία. Το ίδιο άβολα ένιωσε και αργότερα όταν έφτασε στο Παρίσι για μια ταινία, στο κέντρο της Πόλης του Φωτός χωρίς να νιώθει ότι φωτίζεται ή φωτίζει, μια μόνιμη μελαγχολική φιγούρα που όσο κι αν ταίριαζε σαν εικόνα στο περιθώριο της φήμης του τόσο αταίριαστη έδειχνε κάθε φορά που κοιταζόταν στον καθρέφτη.
Η εξομολόγηση του Αντρεσεν στο παρόν είναι τολμηρή, αλλά ταυτόχρονα και με αντιστάσεις που πλέον έχουν καμφθεί. Σαν τώρα που τα χρόνια έχουν περάσει, ο Τάτζιο μπορεί να καθίσει στην παραλία του Λίντο, απέναντι από το Hotel des Baines και να να αφήσει τον Μπγιερν να αναζητήσει την πηγή μιας μοναξιάς που μοιάζει να απλώνεται στις αργές κινήσεις του σαν πέπλο προστασίας.
Βαθιά θλιμμένος, χαμένος ακόμη και σήμερα, δεν βρίσκεται εδώ για να κατηγορήσει, να ζητήσει ευθύνες, να καταδικάσει τους άλλους ή τον εαυτό του - αν και το ντοκιμαντέρ, ως ένα βαθμό το κάνει στρέφοντας το βλέμμα του θεατή σε μια όχι στοιχειοθετημένη κακοποίηση από την πλευρά της παραγωγής του «Θανάτου στη Βενετία» και γενικά της γκέι κουλτούρας.
Σε μια δύσκολη διαδρομή ζωής που στοιχειώθηκε από πολλαπλούς δαίμονες, ο Αντρεσεν προτιμά να μιλήσει για τα τραύματα που τον έκαναν να αποτύχει ως άντρας, πατέρας και σταρ και να αφήσει το χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Με την φιγούρα του να καθηλώνει (με τον τρόπο που το έκανε και στο μεγάλο του comeback, στο «Midsommar» του Αρι Αστερ που εδώ δεν αναφέρεται παρά ελάχιστα) και το αρχειακό υλικό να ζωντανεύει το μεγάλο βιβλίο της ζωής του, ο Μπγιερν Αντρεσεν αποκτά με αυτό το ντοκιμαντέρ την ανταπόδοση που ίσως ζητούσε όλα αυτά τα χρόνια: ένα σημάδι δηλαδή ότι υπήρξε ως κάτι απείρως πιο πολύπλοκο από μια εικόνα σε μια ταινία ή στη συλλογική μνήμη.
Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ που μοιάζει όσο περνάει η ώρα ειρωνικός, καταλήγει να αναφέρεται με τρυφερότητα - ακόμη και περισσότερο από εκείνο το αγόρι με το ακαταμάχητο χαμόγελο στο δοκιμαστικό του «Θανάτου στη Βενετία» - στο αγόρι που στην έβδομη δεκαετία της ζωή του μπορεί ίσως να παραδεχτεί πως τώρα πια νιώθει ότι κάπου ανήκει.