[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής αναφέρεται μόνο σε πράγματα τα οποία έχουν αποκαλυφθεί από διάφορα τρέιλερ και φωτογραφίες. Eνδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

Binary.

Αυτή είναι η λέξη κλειδί στο τέταρτο αυτό μέρος της saga του «Matrix» που έρχεται 18 χρόνια μετά το «Matrix Revolutions» για να επιβεβαιώσει πράγματα που γνωρίζαμε, αλλά ίσως καλό είναι να επαναλαμβάνονται: οι «αποκαλύψεις» δεν λένε ποτέ την τελευταία κουβέντα, το ξεχείλωμα ενος franchise έχει νόημα μόνο όταν γίνεται από (βαθιά) ανάγκη και πως η τριλογία του «Matrix» ήταν πάντα καθαρό, τολμηρό, συναρπαστικό, ατελές και γι’ αυτό σημαντικό σινεμά του δημιουργού.

«Οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ» θα πει κάποια στιγμή ο Αρχιτέκτονας - Ψυχαναλυτής του Νιλ Πατρίκ Χάρις κι αυτή δεν θα είναι η μοναδική φορά που η Λάνα Γουατσόφσκι θα αστειευτεί διασκεδάζοντας αυτοαναφορικά σε σχέση με την έννοια του reboot/σίκουελ που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας, αφού διάσπαρτα σε όλο το «The Matrix Resurrections» όλοι - ήρωες και θεατές - αναρωτιούνται για το déjà vu που βιώνουν, την περίεργη αυτή αίσθηση ότι αυτό που βλέπεις είναι κάτι που έχεις ξαναδεί ή ξαναζήσει - ακόμη κι αν αυτό δεν συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα.

Ή μήπως όχι. Μήπως τελικά αυτή εδώ είναι μια άλλη, εντελώς καινούρια ιστορία;

Είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα του «Matrix Revolutions», ο Νίο ζει ως Τόμας Αντερσον στο Σαν Φρανσίσκο, διάσημος κατασκευαστής video games με ναυαρχίδα του το «Matrix» που δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη δική του ιστορία όπως την είδαμε στις τρεις πρώτες ταινίες της σειράς. Η καθημερινότητά του αποτελείται από τις συνεδρίες του με έναν ψυχαναλυτή στην προσπάθεια του να ελαχιστοποιήσει τα περίεργα οράματα που βλέπει, από τα μπλε χάπια που παίρνει ως αγωγή και από την εμμονή του με μια γυναίκα με το όνομα Τίφανι που βλέπει στο καφέ που πηγαίνει καθημερινά, σίγουρος πως τους ενώνει κάτι σημαντικότερο από το ίδιο συνοικιακό καφέ. Όταν ένας νέος Μορφέας θα του προσφέρει ένα κόκκινο χάπι, ο Νίο θα συνειδητοποιήσει πως ζει μέσα στο Matrix και μαζί με μια ομάδα επαναστατών θα προσπαθήσει να σώσει - αυτή τη φορά - την ίδια του την ύπαρξη.

Το «Matrix» ήταν πάντα ό,τι πιο κοντινό στην κινηματογραφική εφαρμογή της αρχής της δυαδικότητας που χάθηκε μεν όταν θεωρήθηκε επιβεβλημένη η τριλογία, αλλά που στην καρδιά του δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Πραγματικότητα και φαντασία, ονειρο και εφιάλτης, μπλε ή κόκκινο χάπι, κάθε στιγμή του σύμπαντος των Γουατσόφσκι ήταν από τη φύση του θέμα επιλογής ανάμεσα σε δύο στοιχεία. Επιλογή που στο τέταρτο αυτό μέρος αφορά πλέον και τον όχι άμοιρο ευθυνών θεατή, αφού μόνο με τη συμμετοχή του νιώθεις ότι αυτή η ιστορία αποκτά το πραγματικό της νόημα.

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να εξομολογηθεί την εμπειρία του με την ταινία ένας έφηβος που δεν ξέρει τίποτα για το «Matrix», τον Νίο, τα χάπια, την Τρίνιτι. Ποια θα είναι η πηγή συγκίνησής του, η αφορμή για την ταύτισή του με τους δύο πρωταγωνιστές, από τι θα εντυπωσιαστεί και πώς θα κατανοήσει την επιθυμία της Λάνα Γουατσόφσκι να είναι αυτό εδώ το «Matrix» η τελική λέξη αυτής της saga - όσες ταινίες και αν γυριστούν (που θα γυρίστουν) στο μέλλον από την ίδια ή και άλλους.

Πιο λειτουργικό από την εκβιαστική κεντρική ιδέα της επιστροφής στο «Matrix», τη φορσέ σεναριακή εξέλιξη και από τις επαναλαμβανόμενες καταχρηστικές στο μεγαλύτερό τους μέρος καταδιώξεις, είναι το γεγονός πως σε μια συνομωτική κίνηση ο Νίο, η Τρίνιτι και ο θεατής ζούνε ακριβώς το ίδιο déjà vu. Αναγνωρίζουν τα σημάδια, νιώθουν την νοσταλγία, μπερδεύουν τις αναμνήσεις, θα κάνουν τα πάντα για να μείνουν μαζί σε οποία πλευρά της «πραγματικότητας» είναι έτοιμη να τους δεχτεί σε αυτή τη μεγάλη δεύτερη ευκαιρία που τους δίνεται από την ίδια τους τη δημιουργό.

Όσο η ταινία γίνεται η ενσάρκωση της πιο ψηφιακής, (ακόμη) πιο εικονικής πραγματικότητας, τόσο πιο αναλογικές και γήινες είναι οι σκηνές δράσης. Όσο η εικόνα μεγαλώνει για να αποκαλύψει τα εκ νέου σχέδια μιας ολοκληρωτική εξουσίας για να ελέγχει τα πλήθη, τόσο στο κέντρο της δυναμώνει ένα love story που όλοι περίμεναν να αποθεωθεί στην οθόνη από την εποχή που ο Νίο έσωζε την Τρίνιτι στην σπαρακτική σκηνή του «The Matrix Reloaded». Όσο το παρελθόν επιστρέφει εκεί που δεν το περιμένεις (σε σειρά σκηνών από ολόκληρη την τριλογία που παρεμβάλλονται - συχνότερα απ’ όσο ίσως έχει νόημα - μέσα στο φιλμ) τόσο αυτή εδώ είναι μια τανία για το τώρα.

Απενοχοποιημένο, υπερφορτωμένο, με πολλές στιγμές που δεν βγάζουν νόημα (και κάπως η ταινία το νιώθεις ότι το ξέρει), αφελές και «τρύπιο», με την προσωπική διαδρομή της ίδιας της μίας δημιουργού του να κυριαρχεί στα σπλάχνα του και την υποτιμημένη επίδραση του «Sense8» να θυμίζει πως μερικές φορές αυτό που έχει σημασία είναι να βρίσκεσαι ενώπιον ενός συνόλου που παρά τις ατέλειές του λειτουργεί σαν θέαμα αλλά κυρίως σαν συναίσθημα, το «Matrix Resurrections» είναι μαζί καινούριο και παλιό, κάτι που έχεις ξαναδεί και κάτι που βλέπεις πρώτη φορά, b-movie και υπερπαραγωγή πολυτελείας, γκοθ και ποπ μαζί, σημείο μηδέν για την καριέρα του Κιάνου Ριβς.

Μια τελικά non-binary εκδοχή για το τι σημαίνει «δεύτερη» ευκαιρία που ώρα μετά από αρκετές παλινδρομήσεις και υπερφόρτωση slow motion σήμα-κατατεθέν του bullet time κλείνει με μια από τις πιο συγκινητικές, απελευθερωτικές, στιγμές της επιστημονικής φαντασίας, στέλνοντας τον Νίο και την Τρίνιτι σε εκείνο το σημείο όπου απολαμβάνουν τη θέα «από ψηλά» οι άνθρωποι που σε κάποια από τις διαστάσεις αυτού του κόσμου ήταν γραφτό να είναι μαζί.

Αξιζε τον κόπο;