Ο Βίκτωρας είναι ένας πρώην πρωταθλητής καταδύσεων. Ζει μόνος του, δουλεύοντας περιστασιακά σε ένα εργαστήρι επίπλων και φροντίζοντας την άρρωστη γιαγιά του. Ο θάνατος της θα τον κάνει να πάρει την απόφαση να ξεκινήσει ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο προκειμένου να επισκεφθεί τη μητέρα του κάπου στη Βαυαρία, εκεί όπου η τελευταία έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια μια καινούρια οικογένεια και μια ολοκαίνουρια ζωή.
Ο Βίκτωρας ίσως δεν το γνωρίζει αλλά αυτό το ταξίδι θα είναι κάτι σαν τη βουτιά στο νερό από ψηλά που πλέον δεν τολμά να κάνει εδώ και καιρό, αφού το σώμα του μοιάζει πλέον ασταθές, η αυτοπεποίθηση του είναι τραυματισμένη, η ενηλικίωση του ταυτόχρονα πρωθύστερη και καθυστερημένη. Συνειδητοποιώντας την ελευθερία αλλά και τον εγκλωβισμό που σημαίνει το να μπορείς να φεύγεις από κάπου χωρίς να λείπεις σε κανέναν, θα αρχίσει δειλά να αναζητά απαντήσεις. Εχει όσο χρόνο θέλει, όσο δηλαδή μπορεί να κρατήσει αυτό το ταξίδι που δεν γνωρίζει κανείς ότι κάνει. Αυτό όμως που πρέπει να βρει σίγουρα είναι τις σωστές ερωτήσεις.
Αυτές θα έρθουν στη μορφή του Ματίας, ενός Γερμανού που θα γνωρίσει στο πλοίο για το Μπάρι. Ο Ματίας θα γίνει συνοδηγός στο ταξίδι, στην αρχή με μια συμφωνία να μοιράσουν τα έξοδα, στη συνέχεια επειδή είναι φανερό πως θέλει να βρίσκεται συνέχεια δίπλα στον Βίκτωρα.
Μια δεκαετία μετά τα «Κωλόπαιδα» και έξι χρόνια μετά την «Κατηφόρα» (τη μικρού μήκους ταινία που μοιάζει πιο συγγενική σε αυτό το φιλμ), ο Στέλιος Καμμίτσης επιστρέφει στον κόσμο της νεότητας εξερευνώντας τις υπαρξιακές διαδρομές της αναζήτησης ταυτότητας, της διαδικασίας κοινωνικοποίησης, της αφύπνισης στην επιθυμία. Το road movie του είναι σαν τον ήρωά του: ήσυχο, λιγομίλητο, μελαγχολικό, λες και το ίδιο να μεγαλώνει καθώς το παιχνίδι των 10 ερωτήσεων που βρίσκεται στο κέντρο του αρχίζει να λειτουργεί ως το σωστό GPS προς μια νέα ζωή.
Ο Καμμίτσης ακολουθεί τους φωτογενείς, με εξαιρετική χημεία μεταξύ τους και με μια σχεδόν παιδική αφέλεια που σε στιγμές γίνεται αφοπλιστική ήρωες του (εξαιρετικοί οι Βασίλης Μαγουλιώτης και Αντόν Βάιλ), φωτίζοντας το ταξίδι τους με μια λαμπερή ζεστή φωτογραφία, παίρνοντας χρόνο στις στάσεις τους για να τους φέρει πιο κοντά, κινηματογραφώντας με βλέμμα ευγενικό κι όμως διαπεραστικό τα βλέμματα, τα χαμόγελα, τα σώματα τους, κερδίζοντας με όρους κινηματογραφικής απόλαυσης το στοίχημα δύσκολων σκηνών που ξεφεύγουν από το κλισέ ενός οδοιπορικού αυτογνωσίας.
Εχοντας, ωστόσο, επιλέξει συνειδητά το ρόλο του συνταξιδιώτη, είναι αλήθεια πως ο Καμμίτσης παρασύρεται σε στιγμές στο να κοιτάζει πιο πολύ έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου παρά σε όλα όσα διακρίνεις ότι συμβαίνουν μέσα στο μυαλό και τη καρδιά του ήρωά του. Συνεπής μεν στη λιτή αφήγηση που δεν χάνει σε ρυθμό από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της ταινίας, συνεχίζει να πατά με ελαφρά βήματα στη Γη, ακόμη και όταν η ταινία του, το νιώθεις ότι αναρωτιέται κι αυτή, ειδικά στο λιγότερο λειτουργικό τελικό μέρος της ταινίας - όπως ο ήρωας της - μήπως έχει έρθει η μεγάλη στιγμή να κάνει τα βήματα της πιο έντονα πάνω στο έδαφος.