Θα αρκούσε και μόνο το γεγονός ότι το «Τελευταίο Στάδιο» είναι ουσιαστικά η πρώτη ταινία που «εικονογράφησε» το Ολοκαύτωμα, με γυρίσματα μέσα στο Αουσβιτς, σχεδόν πριν ακόμη καταπέσει ο αχός και αρχίσει να κατανοεί ο πλανήτης το μέγεθος της τραγωδίας και το διαχρονικό αποτύπωμα που θα άφηνε στον ρου της Ιστορίας. Η Γιάντα Γιακουμπόφσκα, που το 1933 γίνεται η πρώτη γυναίκα υποψήφια για Οσκαρ με το μικρού μήκους «The Sea», επιζήσασα του στρατοπέδου. δήλωσε πως η ιδέα του να αφηγηθεί στον κόσμο τι ακριβώς είχε συμβεί μέσα στα στρατόπεδα ήταν αυτό που τη βοήθησε να επιβιώσει. Και έτσι μόλις το 1948 - τρία χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο του στρατοπέδου τον Ιανουάριο του 1945 - αποπειράθηκε να αφηγηθεί μια ιστορία βασισμένη σε εκατομμύρια προσωπικές ιστορίες όπως τις έζησε η ίδια στο τελευταίο στάδιο πριν το θάλαμο αερίων.

Κάπως έτσι, το «Τελευταίο Στάδιο» που έμεινε στην αφάνεια για πολλά χρόνια, κυρίως λόγω των κομμουνιστικών του καταβολών ακριβώς στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε η αρχή όλων όσων στην συνέχεια προσπάθησαν να μεταφέρουν στον κινηματογράφο τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Από τον Τζορτζ Στίβενς του «Ημερολογίου της Αννα Φρανκ», μέχρι τον Αλεν Ρενέ του «Η Νύχτα και η Καταχνιά» (και στις δύο αυτές ταινίες υπάρχουν πλάνα από την ταινία της Γιακουμπόφσκα, χρησιμοποιημένα ως επίκαιρα) ως τον Στήβεν Σπίλμπεργκ της «Λίστας του Σίντλερ», όλοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αναφέρονται στην ταινία της Γιακουμπόφσκα.

Εδώ συστήνονται όλα τα «κλισέ» που αργότερα θα αποτελέσουν κορμό κάθε ταινίας που διαδραματίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης: οι διαφορετικοί τύποι των κρατουμένων, η ορχήστρα με την κλασική μουσική την ώρα των καταναγκαστικών έργων, η αδύναμη κρατούμενη που θα αυτοκτονήσει, οι σχέσεις των «διερμηνέων» με τους αξιωματικούς, οι οικογένειες των Ναζί που ζούσαν την καθημερινότητά τους δίπλα στους φούρνους που καίγονταν άνθρωποι, το μωρό που γεννιέται μέσα σε ένα τοπίο θανάτου, οι εκλάμψεις ηρωισμού που κράτησαν πλήθος ανθρώπων περήφανο ακόμη και στην πιο αποτρόπαια στιγμή της ανθρωπότητας.

Η Γιακουμπόφσκα πετυχαίνει κάτι σχεδόν μοναδικό. Κάνει μυθοπλασία που αγγίζει - σε επίπεδα παραγωγής και συναισθηματικού αντίκτυπου - χολιγουντιανά μεγέθη, αλλά παραμένει αυστηρά ντοκιμαντερίστρια καθώς συνθέτει από το μηδέν (και από βασανιστικής πρόσφατης μνήμης) μια ολόκληρη κοινωνία, με σκηνές πλήθους που θαυμάζεις, προσωπικά δράματα που συντελούν στην μεγιστοποίηση της φρίκης, λεπτή ειρωνία αλλά και βαθιά ματιά κριτικής στην πλευρά των Γερμανών, ενώ όλοι μιλούν (και τραγουδούν) τις γλώσσες τους, σε μια πολυφωνική αναπαράσταση της πολυπολιτισμικής ανθρωπογεωγραφίας που όντως χαράχτηκε μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η κάμερα δεν φτάνει ποτέ μέχρι τους θαλάμους αερίων. Αλλά οι καπνοί από τα φουγάρα είναι εκεί, όπως και η κοινότητα των Ναζί που ζουν μια καθημερινότητα ακριβώς μεσοτοιχία. Η Γιακουμπόφσκα στην πραγματικότητα εφευρίσκει την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού» χρόνια πριν τη διατυπώσει η Χάνα Αρεντ, όχι μόνο αποτυπώνοντας με αίσθηση μέγιστης ευθύνης αλλά όχι και ανασταλτικού για την απεικόνιση όσων πρέπει δέους, αλλά γυρίζοντας μια ταινία μέσα στο Αουσβιτς την οποία σήμερα παρακολουθείς - τι ανατριχιαστικό - σαν να τα έχεις δει πολλές φορές στο παρελθόν, μαζί ως ντοκουμέντο και ως φιλμικό πείραμα, καταρρίπτοντας ήδη από τότε όλα τα meta που σήμερα αναλύονται ως μοντέρνο σινεμά.

Ναι, θα αρκούσαν αυτά, για να μιλήσει κανείς για μια ταινία μοναδική, που η ιστορική της αξία μπορεί πλέον να αναγνωριστεί, αποκομμένη από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Ομως να που η εποχή μας, όπως θα έπρεπε να γίνεται σε κάθε εποχή, σε αναγκάζει να δεις το «έπος» της Γιακουμπόφσκα και μέσα από το βλέμμα μιας γυναίκας που κάνει μια ταινία για γυναίκες σε συνθήκες… επιβίωσης (και μάλιστα σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν είχαν καν κερδίσει ούτε το ελάχιστο των δικαιωμάτών τους), επενδύοντας πάνω στην γυναικεία αλληλεγγύη, αλλά και το δυναμισμό ενός κόσμου που ορίζεται από τη γυναικεία ευαισθησία.

Με αναγνώσεις που ξεπερνούν ακόμη το τελικό ενδιαφέρον για την παρακολούθησή του (ναι η ταινία δεν λειτουργεί στην ολότητά της σήμερα δραματουργικά, ακόμη κι αν αυτό την κάνει ακόμη πιο συγκλονιστική), το «Τελευταίο Στάδιο» παίρνει ξανά τη θέση του ως κορωνίδα των ταινιών που μίλησαν για το Ολοκαύτωμα και της θηριωδίες μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μελετώντας το, ανακαλύπτεις πως η προειδοποίηση παραμένει ίδια, δεκαετίες μετά, και η Τέχνη το μόνο που έχει να κάνει είναι να μην σταματάει να στέκεται με το βλέμμα καθαρό απέναντι στη φρίκη. Οπως έκανε η Γιακουμπόφσκα, που ξεκίνησε να δουλεύει την ταινία ακόμη και πριν γνωρίζει ότι θα έβγαινε από αυτό για να γίνει η πρώτη κινηματογραφική μάρτυρας του.