Στα 96 του σήμερα και σταθερά δραστήριος, ο Μανώλης Γλέζος, ο ένας εκ των νεαρών φοιτητών που κατέβασαν τη ναζιστική σημαία κατοχής από την Ακρόπολη τον Μάιο του 1941 (ο άλλος ήταν ο αείμνηστος Λάκης Σάντας), αρνείται να κουβεντιάσει το «περιστατικό με τη σημαία» καθ’ όλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ του νεοεμφανιζόμενου Ανδρέα Χατζηπατέρα. Μια διάρκεια που αφορά όχι χρόνο πραγματικό, αλλά τα δύο περίπου έτη που ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης ακολουθούσε τον ζωντανό θρύλο στην καθημερινότητά του, στις ομιλίες του, στα ταξίδια του.

Αρκείται στο να περιγράφει συμβάντα πριν ή μετά την πράξη, αλλά όχι εκείνη καθεαυτή, πικραμένος ίσως από τις ενίοτε (ακροδεξιές κυρίως) φωνές που την αμφισβήτησαν. Και επιμένει πως θέλει να τον θυμούνται όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά για το σύνολο των αγώνων του επί οκτώ σχεδόν δεκαετίες. Στο φιλμικό οδοιπορικό, τούτο το έργο επικυρώνεται λίγα λεπτά κιόλας μετά τις αρχικές σκηνές της εισόδου του συνεργείου στο σπίτι του και των πρώτων συστάσεων, με την εκλογή του στην Ευρωβουλή ως εκπρόσωπος του Σύριζα στα τέλη του 2014, σε ηλικία 92 ετών.

Η κάμερα τον ακολουθεί στο Στρασβούργο, δια μέσου της Ιταλίας και του Μνημείου των Παρτιζάνων στην Πάρμα όπου αποτίνει τιμή, στην πατρίδα του Απείρανθο της Νάξου όπου διατέλεσε κοινοτάρχης για δύο περίπου χρόνια, στη γενέτειρα της μητέρας του Πάρο όπου υπηρέτησε πρόσφατα ως δημοτικός σύμβουλος, όπως και σε δημόσιες εμφανίσεις σε σχολεία και ιδρύματα. Παρεμβάλλεται κινηματογραφικό ή φωτογραφικό αρχειακό υλικό (σπάνια τα αποσπάσματα από το ρώσικο ντοκιμαντέρ του ’60, όταν βρέθηκε στη Μόσχα για να παραλάβει το βραβείο Λένιν), ενώ σχόλια του ιδίου για παλιές φωτό και αποκόμματα από το δικό του αρχείο, στις αξονικές σκηνές των μαρτυριών του στο σπίτι, συμπληρώνουν μια αφήγηση που διατρέχει την μεταπολεμική πολιτικοκοινωνική ιστορία μέσα από την προσωπική.

Ενδιαφέρον και καλοσυντονισμένο το αποτέλεσμα, ενίοτε και πικάντικο με τις αντιδράσεις του «εξ’ ανατροφής αρνητή» στην αμηχανία του νεόκοπου σκηνοθέτη –στιγμιότυπα που εύστοχα άφησε ο τελευταίος στο μοντάζ. Δεν ξεφεύγει, ωστόσο, από τους τύπους μιας τηλεοπτικής δουλειάς, ούτε και προχωρά σε κάτι βαθύτερο από την απλή γνωριμία με το υποκείμενό του, εκείνη στην οποία στόχευε έτσι κι άλλως ο μεγαλωμένος στις ΗΠΑ κινηματογραφιστής από τη στιγμή –το 2015- που πρωτοέμαθε για τον Γλέζο και το εκτόπισμά του.

Διαβάστε ακόμη: Ο Ανδρέας Χατζηπατέρας μιλάει στο Flix για τον Μανώλη Γλέζο, τον «Τελευταίο Παρτιζάνο»