Η αλήθεια είναι πως είναι κρίμα να βλέπεις κάποια αγαπημένα franchise να γίνονται ταινία με την ταινία ολοένα και πιο βαρετά, χάνοντας την αρχική τους λάμψη στην αγωνιώδη τους προσπαθεια να συνεχίζουν να εντυπωσιάζουν. Τίποτα πιο ταιριαστό για την σειρά ταινιών «Kingsman», η οποία ξεκίνησε ως μια απενοχοποιημένα υπέροχη ποπ ταινία δράσης και μαζί ένα απολαυστικό υβρίδιο κωμωδίας και κατασκοπικού φιλμ, για να καταλήξει, με το δεύτερο σίκουελ, σε κάτι το υπερφορτωμένα βαρετό και μια από τις πιο ασυνεπείς ταινίες δράσης των τελευταίων ετών.

Οπως κάθε σειρά που σέβεται τον εαυτό της, έτσι κι εδώ υπάρχει μια prequel ταινία η οποία μας δείχνει το πώς ξεκίνησαν όλα. Αυτό είναι το «Ο Aνθρωπος του Βασιλιά: Το Ξεκίνημα«. Κι εδώ ο σκηνοθέτης της Μάθιου Βον μας ταξιδεύει πίσω στο 1910, λίγο πριν ξεκινήσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, για να μας διηγηθεί το origin story της υπηρεσίας Kingsman όπου καθώς ένας στρατός από τους χειρότερους τυράννους και ικανότερους εγκληματίες όλων των εποχών συγκεντρώνεται για να εξολοθρεύσει εκατομμύρια, ένας άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί ενάντια στο χρόνο για να τους σταματήσει.

Αυτό που θα μπορούσε πει κάποιος για την ταινία του Βον είναι ότι προσπαθεί αρκετά να είναι δυο ταινίες σε μια. Από τη μια έχουμε ένα οικογενειακό δράμα με επίκεντρο το ξεκίνημα ενός καταστροφικού πολέμου και από την άλλη έχουμε μια over the top ταινία δράσης, αυτή την φορά με κάπως πιο μετριασμένη την όποια στιλιζαρισμένη βία μας είχαν συνηθίσει οι δυο προηγούμενες ταινίες. Ο Βον προσπαθεί σκληρά να μιλήσει για πιο σοβαρά θέματα όπως την αποικιοκρατία, τον κόστος του πολέμου αλλά για την πολιτική γύρω από όλα αυτά, αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να βρει το σωστό πάτημα.

Σκοντάφτει, ή μάλλον βάζει ο ίδιος τρικλοποδιά, πηγαίνοντας από τη μια ιστορία στην άλλη, αφήνοντας πολλά πράγματα στη μέση χωρίς να ξέρει τι να κάνει με όλους αυτούς τους χαρακτήρες και τις πλοκές που έχει ανοίξει. Οπως και στις προηγούμενες ταινίες, έτσι κι εδώ η σχέση πατέρα - γιου είναι εκείνη που βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων. Κάτι που όμως εδώ, ακόμα και με τα όλα όσα συμβαίνουν, μοιάζει να μην είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο κάποιος θα περίμενε, κι αυτό γιατί ο Βον δεν ξέρει πως να ισορροπήσει το δράμα με την δράση σε βαθμό που να εξυπηρετεί το ένα το άλλο. Και χωρίς το απαραίτητο χιούμορ για να το αντισταθμίσει, όλο αυτό καταρρέει μπροστά στα μάτια μας με αρκετή ευκολία.

Η ταινία λειτουργεί καλύτερα στις στιγμές εκείνες που δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά: τις σκηνές δράσης. Προσπαθώντας να φέρει διάφορα ιστορικά ονόματα στον ρόλο των κακών σε αυτό το παράλληλο, κομιξικό του, σύμπαν, όπως την Μάτα Χάρι και τον Λένιν, οι σκηνές όπου η δράση χτυπά κόκκινο, αν και ελάχιστες σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες, είναι απίστευτα απολαυστικές. Καμία φυσικά δεν μπορεί να ξεπεράσει εκείνη με τον Ρασπούτιν. Μια σκηνή χορογραφημένη στην εντέλεια μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ξέφρενη, πανέμορφα camp και αναπολογητικά βίαιη με τον Ρις Ιφανς να δίνει ρέστα στον ρόλο του ασύδοτου μοναχού, σε μια από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας, η οποία δυστυχώς χάνεται μέσα στην υπόλοιπη πλοκή.

Ολο το καστ προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί, με το Ρέιφ Φάινς να ξεχωρίζει. Είναι ενδιαφέρον το πώς μεταμορφώνεται σε έναν action star δίνοντας ταυτόχρονα το απαραίτητο gravitas στην ερμηνεία του χωρίς να την κάνει τον ίδιο τον χαρακτήρα καρικατούρα. Το ίδιο δεν θα μπορούσαμε όμως να πούμε και για τον Χάρι Ντίκινσον, ο οποίος παίζει τον ρόλο του γιου του, Κόνραντ, που μπορεί να δείχνει ωραίος σε κάθε σκηνή στην οποία εμφανίζεται αλλά του λείπει η γοητεία του Εγκσι του Τάρον Εγκερτον.

Το «The King’s Man» μπορεί να έχει μετριάσει λίγο την υπερβολή, την κινητήρια δύναμη των προηγούμενων ταινιών, αλλά μαζί με αυτή και όλα τα υπόλοιπα, όπου αν και σε στιγμές δείχνει να έχει φαντασία ο Βον την αφήνει ανεκμετάλλευτη. Μπορεί το «ξεκίνημα» αυτό να μην ήταν αυτό που περιμέναμε, αλλά ας ελπίσουμε πως η σειρά θα ξαναβρεί το mojo της στο (σίγουρο) επόμενο σίκουελ.