Η μάχη του καλού με το κακό, του μίσους με τον έρωτα ή, ακόμα περισσότερο, του χρυσού με το πλατινέ λαμέ σ' αυτό το πρίκουελ του «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός», που αν έγινε μόνο για ν' αποδείξει ότι η Σαρλίζ Θερόν μπορεί να υπάρξει αντάξια κακιά της Αντζελίνα Τζολί στο «Maleficent», άξιζε τον κόπο της.

Το σενάριο βγάζει εξαρχής τη Χιονάτη από το τοπίο (άλλωστε φταίει κι η Κρίστεν Στιούαρτ που στην πρώτη ταινία μόνο προβλήματα δημιούργησε), για να γυρίσει πίσω στο χρόνο και ν' αποκαλύψει ξεχασμένα πάθη και όρκους εκδίκησης. Η Βασίλισσα Ραβένα (Σαρλίζ Θερόν) ζει και βασιλεύει, είναι πολύ κακιά και δολοπλόκος και τόσο πολύ πληγώνει την καλή κι ευαίσθητη αδελφή της, τη Φρέια (Εμιλι Μπλαντ), που ενεργοποιεί μέσα της τη δύναμη του πάγου, λίγο σαν το «Frozen» σε πιο υπαρξιακό. Η Φρέια αποτραβιέται σ’ ένα ανάκτορο στον Βορρά (που ο πάγος δικαιολογείται και κλιματολογικά) κι εκπαιδεύει ένα στρατό κυνηγών, ανάμεσά τους τον ατρόμητο Ερικ (Κρις Χέμσγουερθ φυσικά) και την ατίθαση Σάρα (Τζέσικα Τσαστέιν), με σκοπό να την προφυλάξουν απ’ το να ξαναγαπήσει - μόνο που ο έρωτας είναι απαγορευμένος σ' ολόκληρο το πριγκιπάτο της κι αυτό που νιώθουν ο Ερικ και η Σάρα θα απειλήσει τη ζωή τους. Ο πόλεμος ανάμεσα στις δυο γαλαζοαίματες αδελφές δε θ’ αργήσει να ξεσπάσει κι οι πολεμιστές κυνηγοί θα προσπαθήσουν να κατατροπώσουν τη Ραβένα, για να μην εξαπλωθεί το Κακό σ' όλον τον κόσμο.

Ενα πρίκουελ για τη μάχη του καλού με το κακό, του μίσους με τον έρωτα ή, ακόμα περισσότερο, του χρυσού με το πλατινέ λαμέ.»

Σκηνοθέτης της ταινίας ο Σεντρίκ Νικολά-Τρουαγιάν, υπεύθυνος για τη φαντασμαγορία των ειδικών εφέ στο πρώτο φιλμ, απολαμβάνει εδώ τη δουλειά του με ένα παραμυθένιο σύμπαν, λιγότερο μπαρόκ από το προηγούμενο, πιο πληθωρικό και εντυπωσιακό, παραδόξως και πιο αναμενόμενο. Το σενάριο των Ιβαν Σπιλιοτόπουλος και Κρεγκ Μέιζιν, αντίστοιχα, χάνει σε πρωτοτυπία σε σχέση με εκείνο της πρώτης ταινίας, υπογεγραμμένο από τον Τζον Λι Χάνκοκ («Blind Side»), αλλά αξιοποιεί τα κλισέ για να κερδίσει χρόνο στην αφήγηση, δίνοντας έμφαση στο σασπένς και, κυρίως, στο κυνικό χιούμορ. Η ρομαντική πλευρά της ιστορίας, παρότι προβεβλημένη στο σενάριο, δε λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά, όσο οι σκηνές δράσης, σκηνοθετημένες με δυναμισμό και ένταση.

Ο Κρις Χέμσγουερθ φέρνει στο φιλμ την αστείρευτη τεστοστερόνη του, το πρωτογενές σεξ απίλ του που ταιριάζει γάντι στον καλό κ' αγαθό ήρωά του, η Τζέσικα Τσαστέιν είναι... overqualified για το ρόλο της Σάρα, γι' αυτό ίσως κι η χημεία του ζευγαριού δε λειτουργεί ικανά, η Εμιλι Μπλαντ, όπως έχει αποδείξει και στο «Into the Woods», είναι πρόθυμη για κάθε κινηματογραφικό παιχνίδι. Είναι, όμως, η Σαρλίζ Θερόν που κλέβει εδώ την παράσταση, όχι απλώς γιατί ο ρόλος της κακιάς είναι πάντα ο πιο ελκυστικός κι έχει και τα πιο φαντεζί ρούχα, όχι μόνο γιατί είναι αφοπλιστικά όμορφη, αλλά κυρίως γιατί μοιράζεται με την ηρωίδα της το αυτοσαρκαστικό χιούμορ της και υποδύεται τη Ραβένα με τέτοια σαδιστική ηδυπάθεια, που ο ενθουσιασμός της δεν μπορεί παρά να είναι μεταδοτικός.