Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε κάποια στιγμή ποιος είχε την αρχική ιδέα να ενώσει τον Ράιαν Ρέινολντς με τον Σάμιουελ Τζάκσον σε μια vintage λογικής κωμωδία δράσης, καθώς και ποια ήταν τα χαρακτηριστικά αυτά του καθενός που τον οδήγησαν στην τελική – μάλλον πετυχημένη – απόφαση του σμιξίματός τους.
Ισως έτσι θα μπορούσε και ο ίδιος να συνεισφέρει στη συζήτηση του τι κάνεις ένα κινηματογραφικό δίδυμο, αφού έχεις πιστέψει στη χημεία του, εκτός από το να το αφήνεις τα μέλη του να περιφέρουν τις ήδη γνωστές περσόνες τους επί δύο ώρες. πατώντας πάνω σε ένα υποτυπώδες σενάριο που δεν είναι ούτε εξωφρενικό, ούτε τελείως βαρετό, ούτε πάρα πολύ αστείο αλλά ούτε και τελείως άνοστο, γενικά μια μέτρια εκδοχή μιας ταινίας που πιστεύει στα 80s και προς τιμήν της θυμίζει μέχρι και τις «48 Ωρες» με τον Εντι Μέρφι.
Οση ώρα ο Ράιαν Ρέινολντς κάνει φατσούλες (σαν Deadpool σε καταστολή εδώ) και ο Σάμιουελ Τζάκσον εξαντλεί κάθε πιθανή εκφορά της λέξης «motherfucker» (σαν παρωδία του κινηματογραφικού του εαυτού), πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελά και να θέλει με κάθε τρόπο να υποστηρίξει μια ταινία που δεν είναι σίκουελ/ριμέικ/πρίκουελ και που μπαίνει με άποψη στα χωράφια της κωμωδίας χωρίς να ενδίδει ντε και καλά σε χοντράδες η σχολικού επιπέδου ανέκδοτα.
Η υπόθεση είναι απλή. Ενας πρώην πετυχημένος σωματοφύλακας υψηλών πρόσωπικότήτων ζει πλέον στην αφάνεια μετά από τη δολοφονία ενός πελάτη του. Τη βοήθεια του θα χρειαστεί όμως η πρώην κοπέλα του, όταν ένας σίριαλ κίλερ θα πρέπει να μεταφερθεί από το Λονδίνο στη Χάγη προκειμένου να καταθέσει εναντίον του δικτάτορα της Λευκορωσίας. Οι δυο τους δεν χρειάζεται να γνωριστούν, αφού έχουν και προηγούμενα από το παρελθόν, αλλά η γεμάτη εμπόδια διαδρομή θα τους φέρει κοντά – τόσο ώστε ως γνήσιοι buddies να μιλάνε για τα ερωτικά τους την ίδια στιγμή που γύρω τους καταστρέφεται το άπαν σύμπαν.
Χωρίς – ευτυχώς – να παίρνει ποτέ τον εαυτό του στα σοβαρά το φιλμ του Πάτρικ Χιουζ (της φήμης του «Αναλώσιμοι 3») χτίζει πάνω στο «αταίριαστο» δίδυμο, χαρίζει τουλάχιστον μια απίθανη σκηνή στον καθένα (και οι δύο είναι flash backs), ξαναβάζει το «Hello» του Λάιονελ Ρίτσι στο σινεμά, ξεπετάει με αχρείαστες σκηνές τη Σάλμα Χάγιεκ και εξαντλείται πριν εξαντλήσει το θεατή με τη διαρκή επανάληψη της φόρμουλας τρέχουμε-σταματάμε-μιλάμε-τσακωνόμαστε-τρέχουμε...
Οσο απολαυστικοί κι αν είναι οι Ρέινολντς και Τζάκσον (πιο πολύ λόγω της οικειότητας που έχουν αναπτύξει ως χαρακτήρες με τους θεατές μέσα στα χρόνια), τόσο κατώτερες είναι οι συνθήκες που τους έχουν ρίξει και όσο κι αν μοιάζουν να το διασκεδάζουν, είμαστε σίγουροι πως δεν θα έλεγαν το ίδιο και για την ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν.