Για όσους μεγάλωσαν με το «Sesame Street» και το «The Muppet Show» και περιμένουν ότι το «The Happytime Murders» θα ξυπνήσει τη νοσταλγία και τις ευχάριστες αναμνήσεις από τις δύο εκείνες ιστορικές πλέον εκπομπές, μπορούν να σταματήσουν από τώρα την ανάγνωση, καθώς η απάντηση είναι πως σίγουρα όχι. Για όσους από την άλλη ελπίζουν σε έναν πρωτότυπο και τολμηρό ενήλικο υβρίδιο με ανθρώπους και κούκλες σε σκηνές δράσης, σεξ και ναρκωτικών, η απάντηση είναι και πάλι όχι, αφού η ταινία του Μπράιαν Χένσον, γιου του θρυλικού δημιουργού των muppets Τζίμ Χένσον, απογοητεύει σε όλα τα επίπεδα.
Πρώτη παραγωγή της Henson Alternative, του παρακλαδιού της Jim Henson Company που εξειδικεύεται σε ταινίες με ενήλικο περιεχόμενο και προσανατολισμό, το «The Happytime Murders» φιλοδοξεί να συνδυάσει το φιλμ νουάρ με την αστυνομική περιπέτεια και την κωμωδία. Σε ένα Λος Άντζελες, στο οποίο άνθρωποι και κούκλες συνυπάρχουν κάθε άλλο παρά αρμονικά, αφού οι δεύτερες πέφτουν συνεχώς θύματα χλευασμού, απαξίωσης και βίας, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φιλ Φίλιπς, ο οποίος ήταν κάποτε ο πρώτος puppet αστυνομικός στην ιστορία του σώματος, αλλά αποπέμφθηκε εξαιτίας ενός θανάσιμου σφάλματος, αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση του εκβιασμού της μυστηριώδους πελάτισσάς του Σάντρα, μιας νυμφομανούς και σέξι κούκλας (με την κυριολεκτική έννοια) στην μακρά παράδοση των femmes fatales του παρελθόντος.
Στη διάρκεια των ερευνών, ωστόσο, ο Φιλ θα αρχίσει να γίνεται μάρτυρας μιας σειράς δολοφονιών των παλαίμαχων ηθοποιών του “The Happytime Gang”, ενός sitcom της δεκαετίας του 90 με πρωταγωνιστές κούκλες, μεταξύ των οποίων και ο αδερφός του Φιλ. Ολα δείχνουν πως ένας κατά συρροή δολοφόνος έχει βάλει σκοπό να αποδεκατίσει το καστ και η αστυνομία του Λος Άντζελες θα αναγκαστεί να ζητήσει ξανά τις υπηρεσίες του ιδιωτικού ντετέκτιβ, επανενώνοντάς τον με την πρώην συνεργάτη του Κόνι Έντουαρτς, μια αθυρόστομη κι εκρηκτική αστυνομικό, η οποία είχε κατεθέσει εναντίον του Φιλ στο παρελθόν. Το πάλαι ποτέ αχτύπητο κι ετερόκλιτο δίδυμο θα κληθεί να λύσει τις διαφορές του και να ενώσει τις δυνάμεις του προκειμένου να βρει την άκρη στις δύο υποθέσεις που όπως όλα δείχνουν σχετίζονται μεταξύ τους και ξυπνούν και στους δύο ήρωες τις ενοχές και τα λάθη του παρελθόντος.
To «The Happytime Murders» δεν απευθύνεται σε καμία περίπτωση σε παιδιά, είναι όμως παιδαριώδες στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του. Αν και άψογο τεχνικά, με ανθρώπους και κούκλες να συνυπάρχουν πειστικά μέσα στο σημερινό urban Λος Άντζελες, ακολουθεί κατά γράμμα και ανέμπνευστα όλα τα κλισέ των ειδών που καλείται να υπηρετήσει, χωρίς να έχει να προτείνει κάτι πρωτότυπο και ανανεωτικό, παρά βασίζεται στην πολιτική του εύκολου σοκ και του χυδαίου και βρώμικου χιούμορ για να προκαλέσει και να σκανδαλίσει. Ακόμα όμως κι σ’ αυτό το επίπεδο δεν έχει να προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό, παρά αναλώνεται σε διαρκώς επαναλαμβανόμενες βωμολοχίες, αλλεπάλληλες σκηνές γραφικού (από όλες τις απόψεις) σεξ με κούκλες σε όλες τις πιθανές και απίθανες στάσεις, διαρκή χρήση ναρκωτικών (σε μια όχι και τόσο χαριτωμένη, αλλά μάλλον σαχλή ανατροπή, το πιο ισχυρό ναρκωτικό για τις κούκλες είναι …η ζάχαρη!), ενώ τα κακόμοιρα puppets, για τα οποία κανείς δεν θα διαμαρτυρηθεί ότι κακοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, υφίστανται βασανισμούς και ακρωτηριασμούς, οι οποίοι σε αντίστοιχη περίπτωση με ανθρώπους ηθοποιούς θα έχριζαν την ταινία αυτομάτως ακατάλληλη και θα προκαλούσαν την κατακραυγή για ένα σαδιστικό torture porn.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ταινία αποτελεί μια σαρδόνια και προκλητική απάντηση του Μπράιαν Χένσον στην παρακαταθήκη και στη βαριά κληρονομιά του πατέρα του, είναι όμως τόσο ρηχή η προσέγγιση στα ούτως ή άλλως ασυμβίβαστα είδη του film noir και της buddy comedy, που τελικά το Τhe Happytime Murders δεν μπορεί να πείσει ούτε ως αποδόμησή τους, ούτε ως παρωδία. Υπάρχουν άλλωστε ταινίες του (πρόσφατου και μη) παρελθόντος, από το Ποιός Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ του Ρόμπερτ Ζεμέκις και το Meet The Feebles του Πίτερ Τζάκσον μέχρι το Team America των Τρέι Πάρκερ και Ματ Στόουν, οι οποίες κατάφεραν να αποτυπώσουν πολύ πιο δημιουργικά τη συνύπαρξη ανθρώπινων και μη χαρακτήρων ή να προκαλέσουν με το μη πολιτικά ορθό τους χιούμορ.
Σε μια χρονιά στην οποία ταινίες όπως το «Sorry To Bother You», το «Τυφλό Σημείο» και η «Παρείσφρηση» ανέδειξαν καίρια, τόσο σε φόρμα, όσο και σε περιεχόμενο, τα φυλετικά προβλήματα μιας ακόμα και στις μέρες μας μισαλλόδοξης και ρατσιστικής αμερικανικής κοινωνίας, η πολιτική παραβολή που προσπαθεί να κάνει το The Happytime Murders, υπονοώντας πως τα puppets συμβολίζουν κάθε μειονοτική ομάδα που υφίσταται κακοποίηση από την κυρίαρχη λευκή κουλτούρα, είναι απλοϊκή, παρωχημένη κι εν τέλει παράκαιρη μέσα στην επιδερμικότητά της. Αυτή η αίσθηση του μπαγιάτικου και του ανεπίκαιρου, τόσο στο χιούμορ, όσο και στις σημειολογικές προεκτάσεις, μαρτυρά και τη μακρόχρονη και προβληματική παραγωγή της ταινίας, η οποία είχε ανακοινωθεί ήδη από το 2008 με φημολογούμενη τότε πρωταγωνίστρια την Κάμερον Ντίαζ, κατάφερε όμως να ολοκληρωθεί μετά από δέκα χρόνια.
Η Μελίσα ΜακΚάρθι, η οποία ανέλαβε τελικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο επαναλαμβάνει την ερμηνευτική της μανιέρα, με ελάχιστες εκπλήξεις κι ακόμα λιγότερες αστείες στιγμές, προκαλεί πάντως αναμφίβολο ενδιαφέρον η μεγάλη πιθανότητα που υπάρχει να είναι φέτος υποψήφια τόσο για το Χρυσό Βατόμουρο με αυτήν εδώ την ερμηνεία, όσο και για το Οσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για το «Can You Ever Forgive Me?». Η μόνη από το (ανθρώπινο) καστ που βγαίνει αλώβητη από την ταινία είναι η ακόμα κι εδώ υπέροχη Μάγια Ρούντολφ, η οποία δημιουργεί την εντύπωση ότι έρχεται από ένα άλλο πιο ώριμο και έξυπνο σύμπαν και χαρίζει στο έργο τις δύο πιο αστείες του σκηνές.
Το «Τhe Happytime Murders» απευθύνεται τελικά αποκλειστικά σε όσους αγαπούν το χοντροκομμένο και ανεγκέφαλο χιούμορ, διαψεύδοντας παταγωδώς τις όποιες αρχικές καλές προθέσεις του. Κι είναι κάπως λυπηρό να βλέπεις στους τίτλους τέλους τους ηθοποιούς, τα puppets (!) και τους χειριστές τους να διασκεδάζουν τόσο πολύ στα γυρίσματα, γιατί συνειδητοποιείς ότι ενώ πέρασαν αυτοί καλά, αυτό δεν βγαίνει ποτέ στον κόσμο.
.