Η τελευταία φορά που ο 13χρονος Θίο Ντέκερ είδε τη μητέρα του, εκείνη γλιστρούσε μακριά του σε μία από τις αίθουσες του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Δευτερόλεπτα μετά, μία βόμβα τρομοκρατικής επίθεσης εκρήγνυται, καταστρέφοντας ανεκτίμητα έργα τέχνης και την ίδια τη ζωή του Θίο. Τα επόμενα τρικυμιώδη χρόνια, ενώ ο Θίο ενηλικιώνεται, παραμένει αγκιστρωμένος σε ένα πολύτιμο αντικείμενο -τη μόνη απτή σύνδεση με τη μητέρα που έχασε εκείνη τη φριχτή μέρα - έναν πίνακα ανεκτίμητης αξίας, την Καρδερίνα.
Σαν την μικρή καρδερίνα στον πίνακα του δανού ζωγράφου Κάρελ Φαμπρίτσιους που αποτελεί την καρδιά και τον βασικότερο συμβολισμό της ταινίας και του βιβλίου, ένα υποκατάστατο της μητέρας του ήρωα μια υπενθύμιση της παλιά του ζωής και της ομορφιάς που η ζωή του στέρησε σε μια τρομοκρατική επίθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, η ταινία του Τζον Κρόουλι μοιάζει δεμένη με μια λεπτή μα ισχυρή αλυσίδα σε κάτι που δεν την αφήνει να πετάξει στο κινηματογραφικό ύψος που της άξιζε.
Είναι ίσως ο υπερβολικός σεβασμός στις σελίδες της Ντόνα Ταρτ και στο κοινό που τις έχει αγαπήσει και που ελπίζει να δει μια πιστή αναπαράσταση τους στην οθόνη, ή η σχετική αδυναμία του φιλμ να μεταφέρει την ρευστή αίσθηση της εσωτερικής ζωής του ήρωά της σε δυο κομβικές περιόδους της ζωής του, που στέκονται εμπόδιο στο να αποκτήσει την εκρηκτική συναισθηματική ηχώ την οποία υπόσχεται από την αρχή μα που ποτέ τελικά δεν παραδίδει στην ένταση που θα ήθελες.
Ακόμη κι έτσι όμως η κινηματογραφική αυτή «Καρδερίνα», πανέμορφη, ακαταμάχητα κομψή και μετρημένη κατορθώνει να βρίσκει συχνά τις σωστές νότες σε στιγμές που σου καρφώνουν την καρδιά σαν την μύτη μιας καρφίτσας, έχοντας στο κέντρο της ιστορίας της την διαχείριση της απώλειας και την απόπειρα να ξαναφτιάξεις κάτι σαν μια καινούρια ζωή από τα συντρίμμια της παλιάς σου.
Το βιβλίο, πυκνό και γεμάτο όχι μόνο γεγονότα αλλά και τόσα άλλα πράγματα που δύσκολα κινηματογραφούνται μπορεί να εικονογραφείται με καθαρότητα στην οθόνη, αλλά ακόμη κι αν το φιλμ κάνει ότι μπορεί για να τα μεταφέρει στο θεατή, μοιραία κάποια μένουν θολά ή άλλα λέγονται με περισσότερη καθαρότητα απ΄όση θα ήθελες. Και το τελικό κομμάτι του, χτισμένο πάνω σε συμπτώσεις και στη δύναμη της μοίρας -όπως κι όλη η ιστορία μόνο που εδώ το τυχαίο δείχνει λίγο πιο βεβιασμένο- μοιάζει λίγο αταίριαστο και βιαστικό σε σχέση με τον τόνο του υπόλοιπου φιλμ.
Παρά τις όποιες αντιρρήσεις όμως και παρά την αξιοπρόσεκτη αποτυχία του φιλμ στα αμερικάνικα ταμεία -κάτι που δεν λέει τίποτα για το ίδιο μα που λέει πολλά για το πως το αμερικάνικο κοινό βλέπει σινεμά-, η «Καρδερίνα» αν κι ατελής ή άνιση δεν παύει να είναι γεμάτη ομορφιά, καλές προθέσεις,αξιοπρόσεκτες ιδέες, εικόνες που μένουν στο μυαλό και σε στιγμές να ξεχειλίζει από ένα βουβό υπόκωφο συναίσθημα που δεν μπορεί παρά τελικά να σε κερδίσει.