Την πρώτη φορά που ο χειρούργος Φρέντερικ Τριβς αντικρίζει τον δύσμορφο άντρα επονομαζόμενο ως Ανθρωπο Ελέφαντα, ο Ντέιβιντ Λιντς κρατάει την κάμερα στο δικό του πρόσωπο, στα μάτια του που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα υγραίνονται από τον τρόμο, το δέος και τη βαθιά ικανοποίηση μιας επιστημονικής εμμονής που επιβεβαιώνει πως «ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα». Λίγο αργότερα, όταν ο Τριβς θα παρουσιάσει τα ευρήματα του στο συμβούλιο του νοσοκομείου, η σκηνή θα ξεκινήσει με το φακό μιας κάμερας που αποτυπώνει την παρουσίαση, γυρισμένη όλο πίσω από μια κουρτίνα, με τη σκιά του Ανθρώπου Ελέφαντα να μεγαλώνει και να μικραίνει ανάλογα με το φως, και τελειώνει πάλι με το φακό της κάμερας σε ένα ανακουφιστικό fade out.

Μην πιστέψει κανείς ότι ο Ντέιβιντ Λιντς δεν μπορεί να κοιτάξει το «τέρας» στα μάτια.

Στη δεύτερη ταινία του, αρμονικά δεμένη με το ντεμπούτο του, «Eraserhead», σε υφή, ασπρόμαυρο και τη διαρκή αίσθηση πως και οι δύο είναι ταινίες μιας πιο πρώιμης εποχής του σινεμά που ανακαλύφθηκαν από ερευνητές στο μέλλον, το τέρας θα αναπληρώσει σε φιλμικό χρόνο μέχρι και το φινάλε (του), σε μια τολμηρή κινηματογραφική απόφαση που θα παραβλέψει το βαρύ μέικ-απ και την πραγματικά αποκρουστική όψη του και θα το κάνει αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή.

Το βλέμμα του γιατρού σε αυτήν την πρώτη σκηνή είναι όμως το βλέμμα της συνενοχής με τον θεατή. Ο Ντέιβιντ Λιντς θα του δώσει χρόνο και χώρο, γιατί ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο «Ανθρωπος Ελέφαντας» είναι μια ταινία για τον άνθρωπο ως θέαμα.

Ως απαγορευμένο θέαμα ξεκινάει η ιστορία του Τζον Μέρικ σε ένα υπαίθριο τσίρκο, μέσα σε μια σκηνή όπου τον φυλάει ο ιδιοκτήτης του, ανταλλάσσοντας την ιστορία του αλλά κυρίως την όψη του για μερικά σελίνια. Ως θέαμα θα συνεχίσει κι όταν σωθεί από εκεί και φυγαδευτεί σε ένα νοσοκομείο, αντικείμενο μελέτης ενός χειρούργου που θα ανακαλύψει τον άνθρωπο μέσα στο τέρας. Ως θέαμα θα καταλήξει, όταν εξευγενισμένος θα γίνει ο αγαπημένος καλεσμένος της υψηλής λονδρέζικης κοινωνίας, σε μια απονενοημένη απόδειξη ελεημοσύνης και ανθρωπισμού, μπερδεμένου αρμονικά με τη διαχρονική λατρεία όλων για το… γκροτέσκο.

Εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία του Τζοζεφ Μέρικ που απασχόλησε την επιστήμη και την κοινή γνώμη της Βικτοριανής Αγγλίας εξαιτίας μιας σπάνιας ασθένειας από την οποία έπασχε και η οποία του προκάλεσε δυσμορφίες στο κεφάλι και το σώμα του, το φιλμ που ο Μελ Μπρουκς (ως παραγωγός) εμπιστεύτηκε στον νεαρό ακόμη τότε Ντέιβιντ Λιντς, μοιάζει ανένταχτο, ακόμη και σήμερα, 40 χρόνια μετά την έξοδο του. Σαν ένα παράδοξο ρεμίξ που σε κάθε εποχή αντέχει επιπρόσθετες αναφορές και συμβολισμούς, ο «Ανθρωπος Ελέφαντας» κινείται στις παρυφές του mainstream, σαν μια διασκευή ενός μυθιστορήματος του Καρόλου Ντίκενς αν στη θέση των αναξιοπαθούντων ηρώων του τοποθετούσες έναν πανκ σούπερ σταρ, με τεθλασμένες γραμμές που φτάνουν μέχρι τον Ζορζ Μελιές και το «Freaks» του Τοντ Μπράουνινγκ πριν επιστρέψουν σε ένα γνήσιο μελόδραμα φτιαγμένο για να συγκινήσει.

Στο κέντρο μιας ταινίας που παίζει ευρηματικά με την εικόνα και τους κανόνες του εξπρεσιονισμού, η εικόνα του Ανθρώπου Ελέφαντα είναι κυρίαρχη, καρδιά του φιλμ που χτυπάει στους ρυθμούς μιας μοναδικής σχεδόν στην ιστορία του σινεμά ερμηνείας του Τζον Χερτ. Δεν βλέπεις ποτέ κάτι διαφορετικό από τις προσθετικές επεμβάσεις στο πρόσωπο και το σώμα του, αλλά ο Τζον Χερτ καταφέρνει με το βλέμμα, τον ήχο της φωνής του και τις αδέξιες - σαν ενός παιδιού που μαθαίνει τον κόσμο - κινήσεις του σώματος του, να δώσει στο «τέρας» ψυχή και νου. Αντίβαρο στην επιβλητική παρουσία του Ανθρώπου Ελέφαντα, η διακριτική, παθιασμένη ερμηνεία του Αντονι Χόπκινς στο ρόλο του χειρούργου Τριβς, ενσάρκωση του μοντέρνου ανθρώπου που θα διδάξει έννοιες όπως ανοχή στη διαφορετικότητα και αλληλεγγύη, δοκιμάζοντας συνεχώς τα όρια του απέναντι στην αλληλεγγύη, την επιστημονική περιέργεια και την εκμετάλλευση.

Σε αυτή τη λεπτή γραμμή ισορροπεί εξαιρετικά ο Ντέιβιντ Λιντς, παραδίδοντας ένα ουμανιστικό μανιφέστο που παραδίδεται συχνά στην εύκολη συγκίνηση και τον εντυπωσιασμό (γιατι όχι και στον λυρισμό), αλλά την ίδια ακριβώς στιγμή τολμά να στρέψει στον παραμορφωτικό καθρέφτη την ανθρώπινη αγριότητα και να γίνει ανατόμος της «διαφορετικότητας», τυλίγοντας την εδώ σε ένα μανδύα ονειρικό. Φτιάχνοντας τελικά μια ταινία-καταφύγιο για τα φρικιά, όσους ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος κι αυτούς που δεν χωρούν στις νόρμες μιας κοινωνίας (τότε και τώρα) που παραδοσιακά δεν θα αρνηθεί να κοιτάξει το τέρας στα μάτια, αλλά μόνο αν γνωρίζει πως αυτό θα μείνει στη συνέχεια σε απόσταση ασφαλείας.