To «Κοράκι» του Αλεξ Πρόγιας, του 1994, είναι μια ταινία που έχει καταφέρει να δημιουργήσει το δικό της μύθο, έχοντας παράλληλα και ένα δυνατό fanbase να την ακολουθεί, κι όχι για τους καλύτερους λόγους. Βασισμένη στο όμοτιτλο κόμικ του 1989 από τον Τζέιμς Ο' Μπαρ, η ταινία του Πρόγιας έρχεται από μια εποχή η οποία περικλείει μέσα της όλο το γοτθικό angst της MTV Gen-X γενιάς, κερδίζοντας τις εντυπώσεις και το cult status της λόγω του θανάτου του πρωταγωνιστή της Μπράντον Λι, ο οποιος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Και μπορεί μέσα σε αυτά τα χρόνια να έχουν υπάρξει πολλές και αρκετά χειρότερες ταινίες από αυτή του Πρόγιας, οι οποίες έχουν προσπαθήσει να μεταφέρουν το σκοτεινό κόμικ του Ο΄Μπαρ στην οθόνη. η νέα κινηματογραφική εκδοχή από τον Ρούπερτ Σάντερς όμως, του σκηνοθέτη των ταινίων «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός» και «Το Φάντασμα στο Κέλυφος», καταφέρνει να τις συναγωνιστεί και, ίσως, μερικές φορές να τις ξεπεράσει.
Οι αδελφές ψυχές Ερικ και Σέλι δολοφονούνται βίαια όταν τους βρίσκουν οι δαίμονες του σκοτεινού παρελθόντος της. Αποδεχόμενος την ευκαιρία να σώσει την αληθινή του αγάπη θυσιάζοντας τον εαυτό του, ο Ερικ ξεκινά για να πάρει αμείλικτη εκδίκηση από τους δολοφόνους τους, διασχίζοντας τους κόσμους των ζωντανών και των νεκρών.
Τι είναι αυτό που δίνει σε ένα οποιοδήποτε κινηματογραφικό remake έναν έστω λόγω ύπαρξης; Να δώσει στην παλιά ταινία στην οποία βασίζεται μια νέα ματιά και να πάρει τις όποιες αδυναμίες της και να τις μετατρέψει σε κάτι, τουλάχιστον, ενδιαφέρον.
Η ταινία του Σάντερς δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά.
Από την αρχή αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να διαφοροποιήσει κάπως την ταινία του παίρνοντας αρκετά από το κόμικ του Ο' Μπαρ και την ταινία του Πρόγιας, προσθέτοντας ακόμα περισσότερα υπερφυσικά στοιχεία για να δημιουργήσει ένα σύμπαν το οποίο του λείπει το πιο ζωτικό στοιχείο για να σταθεί από μόνο του, μια λογική σαφήνεια, αλλάζοντας ακόμα και τον κακό σε κάτι πιο δαιμονικό (γιατί έτσι απλά μπορεί) ο οποίος προσπαθεί να μαζέψει ψυχές για τον διάβολο (ή για κάποιον ή κάτι – ποτέ δεν γίνεται γνωστό).
Σαν να μην τον ενδιαφέρουν καθόλου οι χαρακτήρες και οι ιστορίες τους, η ταινία του Σάντερς, (η οποία τώρα καταλαβαίνουμε γιατί παρέμενε στην κόλαση της παραγωγής για πάνω από μια δεκαετία), μοιάζει σαν μια ταινία γυρισμένη στο πόδι, χωρίς βασική αφήγηση, με την πλοκή να εξελίσσεται στα γρήγορα χωρίς να εξηγούνται πολλά, χωρίς συνοχή και πάνω από όλα χωρίς κάποια συναισθηματική βαρύτητα.
Σπαταλώντας τουλάχιστον μιάμιση ώρα μέχρι να δούμε τον Ερικ να μεταμορφώνεται επιτέλους στο Κοράκι, ο Σάντερς χάνει την ευκαιρία να δώσει στους φανς αυτό που πραγματικά θέλουν να δουν. Ακόμα και η σχέση του Ερικ και της Σέλι, η οποία αποτελεί και την κινητήρια δύναμη για τα όσα συμβαίνουν, είναι τόσο επιφανειακή και αναπτύσσεται με έναν ρυθμό που δεν βγάζει απολύτως νόημα, αποδυναμώνοντάς την σε σημείο όπου όταν δολοφονούνται δεν μοιάζει ως τραγωδία αλλά απλά ως ένα ακόμα αδιάφορο κλισέ.
Τουλάχιστον ο Σάντερς ξέρει μερικές φορές να προσφέρει θέαμα, όπως η σκηνή στην Οπερα η οποία θα θυμίσει κάτι από από «John Wick» χωρίς όμως την ένταση και τη αδρεναλίνη της ταινίας που προσπαθεί να μιμηθεί. Δυστυχώς μόνο προς το φινάλε, αυτό το «Κοράκι» θυμίζει κάτι το οποίο θα μπορούσε να ήταν έως και διασκεδαστικό.
Ακόμα κι έτσι όμως αυτό το «Κοράκι» δεν τιμά ούτε στο ελάχιστο το κόμικ του Ο' Μπαρ πόσο μάλλον την ταινία και τη μνήμη του ηθοποιού που τόσο ευλαβικά τιμούν οι φανς της.