Αν ο Φρανσουά Τριφώ πρωτοσυνάντησε τον Άλφρεντ Χίτσκοκ κυριολεκτικά το 1962, για την περίφημη μαραθώνια συνέντευξη που έμελλε να γίνει και βιβλίο, έπρεπε να περάσει μια πενταετία για να τον βρει και μεταφορικά, δηλαδή κινηματογραφικά. Το «Η Νύφη Φορούσε Μαύρα» σηματοδοτεί τον παρθενικό φόρο τιμής του μέχρι πρότινος «θερμού» εκπροσώπου της Νουβέλ Βαγκ στο ψυχρό σύμπαν του Χίτσκοκ, τόσο στην εξ αποστάσεως γυναικεία ψυχανάλυση όσο και την αυστηρά υπολογισμένη χρήση της εκκρεμότητας στη δράση -κοινώς του σασπένς.
Η νύφη που κάποτε φορούσε άσπρα φοράει πλέον μαύρα, γιατί χήρεψε στα σκαλιά κιόλας της εκκλησίας όταν ο γαμπρός, που αγαπούσε παράφορα, έπεσε θύμα ενός μυστηριώδους πυροβολισμού. Και μαυροφορεμένη περιφέρεται σε μια πόλη της Κυανής Ακτής αναζητώντας τους πέντε υπεύθυνους για τον χαμό του αγαπημένου της. Πέντε άντρες που θα πλησιάσει χρησιμοποιώντας τη γοητεία της. Και θα συντρίψει διαδοχικά κι ανηλεώς, ακόμη κι όταν αρχίζει να νιώθει ως υποψία τον έρωτα για τον πιο ευαίσθητο ανάμεσά τους -τον καλλιτέχνη (Τριφό;) που την προσλαμβάνει ως μοντέλο.
Η ταινία ξεκινά με την παραλίγο αυτοκτονία και τη φυγή της, και τα παραπάνω εξηγούνται σταδιακά στην πορεία της εκδικητικής της δράσης και μετά το «φλερτ» της με το δεύτερο στη λίστα θήραμά της. Ενίοτε δια του λόγου, αλλά κυρίως δια των φλασμπάκ. Δεσμώτρια του ιλίγγου που προκαλεί η εμμονή, η θηλυκή Τζέιμς Στιούαρτ ανακαλεί όσα την οδήγησαν εδώ, και μαζί της θυμούνται και οι φταίχτες (και μαθαίνουμε κι εμείς) το κακό που της έκαναν. Η βαλιτσοφόρα Μάρνι/Τίπι Χέντρεν δεν ανέχεται πλέον την ανδροκρατία που της ισοπέδωσε τη ζωή. Ούτε και –προσθέτει ο Τριφώ- τον κατεξοχήν ανδροκρατούμενο Καθολικισμό που την ήθελε αγνή και παρθένα μέχρι τον γάμο, όπως υπονοείται από τα συμφραζόμενα.
Καθόλου τυχαία, η ταινία βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα του Κόρνελ Γούλριτς, συγγραφέα των διηγημάτων όπου στηρίχτηκαν τόσο ο «Σιωπηλός Μάρτυρας» (1954) του Χίτσκοκ, όσο και η επόμενη (και συμπαγέστερη) χιτσκοκική αφιέρωση του Τριφό, «Η Σειρήνα του Μισισιπή» (1969). Έστω και παραλλαγμένο εδώ σεναριακά, το ανάγνωσμα του λαοφιλούς εκπροσώπου της αστυνομικής παραφιλολογίας (που υπέγραφε ως Γουίλιαμ Άιρις) προσέφερε το ιδανικό έδαφος στον Γάλλο δημιουργό να στραφεί στη γυναικεία εμμονή από την ανδρική που κατά κανόνα πραγματευόταν, με όρους το δυνατόν «χιτσκοκικότερους» (και πιο κατάδηλο εξ αυτών, το αγκαζάρισμα του Μπέρναρντ Χέρμαν στη μουσική).
Κι αν τα αέρινα και βιαστικά πλάνα του δε συνάδουν με την υπομονετική αδράνεια του μετρ του σασπένς, κι αν υστερεί σε συγκρίσεις με τον δεινότερα χιτσκοκικό συνάδελφο και φίλο του Κλοντ Σαμπρόλ, κι αν η αστυνομική πλοκή στερείται επάρκειας (ιδίως στον εντοπισμό της ταυτότητας των πέντε), τούτη η «Νύφη» εντυπώνεται στον νου χάρη στην εκκρεμότητα που μόνιμα συντηρούν η ιστορία της ραδιούργας μέσα στην διαταραχή της Ζιλί και η μοιραία σαγηνευτική μορφή της Ζαν Μορό.