Ο Μισέλ Γκοντρί είναι ένας από τους λίγους σκηνοθέτες με τολμηρή, αστείρευτη και ενίοτε οργιώδη φαντασία. Σχεδόν κάθε ταινία του μοιάζει να ξεχειλίζει από φαντασμαγορικές εικόνες με έναν τρόπο πάντα ευρηματικό, με τη φαντασία του να ξεπηδά αβίαστα σε κάθε κάδρο με έναν τρόπο μαγικό που ξεπερνά τα όρια της δημιουργικότητας.

Αυτό που πάντα όμως μοιάζει σαν ένας άλυτος, και ταυτόχρονα ενδιαφέρων, γρίφος είναι το πόσο χαοτική μπορεί να είναι η δημιουργική του διαδικασία. Και μετά από οχτώ χρόνια απουσίας από το σινεμά (δουλεύοντας παράλληλα σε διάφορες ταινίες μικρού μήκους και μουσικά βίντεο κλιπ), ο Γκοντρί μάς αφήνει να ρίξουμε μια μικρή ματιά σε αυτήν, μέσα από τη νέα του ταινία, «Το Λυσάρι της Ζωής», εξερευνώντας παράλληλα και τη σουρεαλιστική φύση του σινεμά του, μέσα από τα μάτια του κεντρικού του ήρωα.

Οταν οι χρηματοδότες του απειλούν να του αφαιρέσουν τη δυνατότητα να έχει τον πρώτο λόγο στη νέα του ταινία, ο σκηνοθέτης Μαρκ Μπέκερ κλέβει τους σκληρούς δίσκους που περιέχουν το υλικό που έχει γυριστεί και πηγαίνει στην εξοχή. Εκεί, κρύβεται στο σπίτι της θείας του, Ντενίς, και προσπαθεί να ολοκληρώσει την ταινία με τη βοήθεια των πιο πιστών μελών του συνεργείου του, κυρίως της ταλαιπωρημένης αλλά αφοσιωμένης μοντέζ του - αλλά βρίσκει πως το πράγμα έχει ξεφύγει καθώς περνάει από τη μια μανιακή ιδέα στην άλλη.

Σχεδόν αμέσως καταλαβαίνει κανείς πως ο χαρακτήρας του Μαρκ είναι ένα alter ego του ίδιου του Γκοντρί, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί από τους συνεργάτες του από παρεξηγημένη ιδιοφυΐα ως μεγαλομανής και εγωιστής τρελός με το κλείσιμο του ματιού. Μέσα σε αυτό το φάσμα κινείται και ο ίδιος ο Γκοντρί, τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στο σενάριό του, χρησιμοποιώντας το δράμα, την κωμωδία, τη ρομαντική κομεντί με την ενθουσιώδη ενέργεια ενός μικρού παιδιού, η οποία μοιάζει να σε εξαντλεί ως το τέλος.

Αν και λείπουν όλα αυτά τα ονειρικά κάδρα, ο σουρεαλισμός και η πλούσια φαντασία του από την ταινία αυτή, ο Γκόντρι δεν παύει να αγκαλιάζει το παράλογο σε κάθε ευκαιρία με ένα είδος ευρηματικότητας που σπανίζει πλέον στο σινεμά, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές (από DIY filmmaking, μέχρι και stop motion animation) και το απαράμιλλο και ιδιοσυγκρασιακό στυλ για να δώσει το δικό του γράμμα αγάπης στην οικογένεια και τους συνεργάτες του που τον ανέχονται όλα αυτά τα χρόνια.

Αλλά όσο καλοπροαίρετη μοιάζει στην αρχή η ταινία του, και με την καρδιά της να χτυπά από ενσυναίσθηση, καθώς περνάει η ώρα νιώθεις ότι δεν πάει πουθενά, ακόμα και όταν το αναμενόμενα γεμάτο γλυκύτητα φινάλε κλείνει το μάτι τόσο στην ίδια τη βιομηχανία του σινεμά όσο και στους του θαυμαστές του, εξαντλεί την προσοχή του θεατή που αποσπάται από τις διάφορες χωρίς συνοχή ιδέες, κάτι που δεν βοηθά και η σχεδόν δίωρη διάρκειά της που ξεχειλώνει ακόμα περισσότερο την πλοκή.

Στο επίκεντρο όλων ένας πραγματικά υπέροχος Πιέρ Νινέ, ο οποίος αφήνεται τελείως και γίνεται ευάλωτος. Δεν μπορείς παρά να τον αγαπήσεις, όσο αντιπαθής κι αν φαίνεται, μέσα από την αυτοκαστροφικότητά του και τη συνεχή του ανάγκη για καλλιτεχνική αποδοχή σε συνδυασμό με την επιθυμία να αγαπηθεί από τους γύρω του. Και ο Νινέ καταφέρνει να σε κερδίσει χωρίς κάποια συναισθηματική χειραγώγηση, αλλά εκφράζοντας τον εκκεντρικό του χαρακτήρα με μια παιδική αφέλεια η οποία κάπως αντισταθμίζει τις όποιες παράλογες και, πολλές φορές, εκνευριστικές αντιλήψεις του.

Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα είχε πει ο Νίτσε και ο Γκοντρί κοιτάζει κατάματα τους δαίμονές του και τους ασπάζεται με αυτή εδώ την ταινία. Μόνο που μοιάζει πολλές φορές να είναι γεμάτη από κατακερματισμένες ιδέες κι όχι με μια πραγματική ζεστή λιακάδα ενός υπέροχου και καθαρού μυαλού.