Είναι δύσκολο να προκαλέσεις ενσυναίσθηση σε έναν θεατή που δεν συμπάσχει έμμεσα ή άμεσα, με την ιστορία και τους ήρωές μιας ταινίας. Ειδικά στην περίπτωση ηρώων με αναπηρία, ο εύκολος τρόπος - και ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις - είναι να προκαλέσεις ένα αίσθημα συμπόνιας ή λύπησης. Ευτυχώς το «Ο Τυφλός που Δεν Ηθελε να Δει τον Τιτανικό» του Φιλανδού σκηνοθέτη Τέμου Νίκι δεν είναι μια τέτοια ταινία.

Ο Γιάκο είναι τυφλός και ανάπηρος, προσκολλημένος στο αμαξίδιό του. Είναι ερωτευμένος με τη Σίρπα. Καθώς μένουν σε διαφορετικά μέρη, δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, αλλά βρίσκονται κάθε μέρα χρησιμοποιώντας τα κινητά τους. Οταν η Σίρπα ταράζεται από κάποια σοκαριστικά νέα, ο Γιάκο αποφασίζει κατευθείαν να πάει να τη βρει, παρά την κατάστασή του. Χρειάζεται απλώς τη βοήθεια πέντε αγνώστων σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής, ανάμεσα στον ίδιο και σε εκείνη. Τι μπορεί να πάει στραβά;

Ο Νίκι ανοίγει την ταινία του βλέποντας έναν άντρα να τρέχει. Εστιάζει στα πόδια του και το πλάνο του είναι καθαρό και ευδιάκριτο. Μόνο που αυτό γρήγορα καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για έναν όνειρο του Γιάκο, ενός άντρα με πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας, η οποία του έχει προκαλέσει αναπηρία και τύφλωση. Από εκείνη την στιγμή η προσέγγισή του Νίκι αλλάζει και παραμένει με την κάμερά του σταθερά προσκολλημένος πάνω στο πρόσωπο στου ήρωά του. Με την βοήθεια της υπέροχης φωτογραφίας του Σάρι Ααλτονεν (η εικόνα μοιάζει συνεχώς θολή, έντονα φωτισμένη, ακόμα και όταν ο ήρωας συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους τους οποίους ποτέ δεν βλέπουμε καθαρά αλλά ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί), ο Νίκι δημιουργεί μια μοναδική εμπειρία, βάζοντας μας αβίαστα στον κόσμο του ήρωά του.

Ο Νίκι, εύστοχα, δεν αντιμετωπίζει τον Γιάκο όχι ως έναν ανάπηρο άντρα, αλλά ως έναν άνθρωπο γεμάτο χιούμορ, με προτερήματα και ελαττώματα, με τα θέλω του, τις ανασφάλειές του και τις επιθυμίες του και δεν ζητά ποτέ τον οίκτο μας. Μας τον γνωρίζει ως έναν αθεράπευτα ρομαντικό σινεφίλ του οποίου η ρουτίνα σπάει με τηλεφωνήματα από τον πατέρα του και την αγαπημένη του Σίπρα, με την οποία μιλάνε ώρες καθημερινά. Σε αυτό συμβάλλει αρκετά και η εξαιρετική ερμηνεία του Πέτρι Ποϊκολάινεν, ενός ηθοποιού ο οποίος πάσχει πραγματικά από σκλήρυνση κατά πλάκας, σπάζοντας έτσι τα ταμπού που θέλουν τους ανάπηρους ηθοποιούς να μη μπορούν να παίξουν ρόλους σε ταινίες - σε κερδίζει αμέσως με την αμεσότητά του και το χιούμορ του.

Με την ερμηνεία του Ποϊκολάινεν, ο Γιάκο ποτέ δε μοιάζει ως ένας ακόμα φανταστικός χαρακτήρας, αλλά ως ένας πραγματικός συνάνθρωπός μας που βλέπουμε καθημερινά εκεί έξω.

Αλλά, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα, ...εκεί έξω αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα. Οταν ο Γιάκο αποφασίζει να κάνει το ταξίδι του στη Σίπρα, που τους «χωρίζουν δυο ταξί και ένα τρένο», ο Νίκι μας δείχνει έναν κόσμο επικίνδυνο και γεμάτο δυσκολίες. Δημιουργεί μια ένταση τόσο απτή και δυσάρεστη που, σε συνδυασμό με το ότι δεν μπορείς να δεις κι εσύ τι ακριβώς συμβαίνει γύρω από τον χαρακτήρα, μένοντας στο έλεος (ή την καλοσύνη) των ξένων, δημιουργεί ένα αίσθημα άγχους, το οποίο μοιάζει αρκετά αυθεντικό και αληθινό και δύσκολα μπορείς να το διώξεις από πάνω σου.

Το φινάλε σε αποζημιώνει με διάφορα απανωτά συναισθήματα, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, και σε κάνει να φύγεις από την αίθουσα κάπως αλλαγμένος έχοντας δει μια από τις πιο ανθρώπινες ιστορίες που έχεις βιώσει εδώ και αρκετό καιρό.