Στην εποχή της υπερπληροφορίας, των drone και των ψυχρών εκτελέσεων με ένα κλικ, «Ο Ερασιτέχνης» έρχεται να επαναδιαπραγματευτεί την ίδια τη φύση του εκδικητή ήρωα – όχι μέσα από την μπρουτάλ ορμή ενός Τζον Γουικ, αλλά μέσα από τα θραύσματα ενός εσωτερικού κόσμου που καταρρέει.

Βέβαια μπορεί να μοιάζει με εκείνα τα θρίλερ κατασκοπείας που ξεκινούν με υποσχέσεις υπόγειας έντασης, ψυχολογικού βάρους και ηθικών γκρίζων ζωνών, αλλά κάπου στη διαδρομή ξεχνάνε προς τα πού πάνε και γιατί ξεκίνησαν. Παρότι κρατάει όλα τα εργαλεία στα χέρια του — σκοτεινή θεματολογία, έναν ενδιαφέροντα αντι-ήρωα, και έναν Ράμι Μάλεκ που θέλει να παίξει έξω από τα νερά του — το αποτέλεσμα παραμένει επίπεδο, άτονο και δραματικά ανέμπνευστο.

Ο Τσάρλι Χέλερ είναι ένας πανέξυπνος, αλλά βαθιά εσωστρεφής υπάλληλος της CIA που εργάζεται ως ειδήμων στο σπάσιμο κωδίκων σε ένα υπόγειο στα κεντρικά γραφεία στο Λάνγκλεϊ και του οποίου η ζωή ανατρέπεται όταν η γυναίκα του σκοτώνεται σε τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο. Oταν οι προϊστάμενοί του αρνούνται να αναλάβουν δράση, εκείνος παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, ξεκινώντας ένα επικίνδυνο οδοιπορικό ανά τον κόσμο για να εντοπίσει τους υπεύθυνους, με την ευφυΐα του να αποτελεί το απόλυτο όπλο για να ξεφύγει από τους διώκτες του και να πετύχει την εκδίκησή του.

Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Χόις (γνωστός κυρίως από τις τηλεοπτικές του δουλειές, όπως το «Black Mirror») βυθίζει την κάμερά του σε έναν κόσμο κλειστοφοβικό, σκοτεινό, διαρκώς έτοιμο να εκραγεί. Παραμένει όμως απλώς λειτουργική αλλά καθόλου τολμηρή. Το ύφος πατάει στα γνώριμα μονοπάτια του «Jason Bourne» και του τηλεοπτικού «Homeland», αλλά χωρίς τη νεύρωση του ενός ή το πολιτικό υπόγειο του άλλου. Οι σκηνές δράσης είναι στιβαρές, χωρίς φανφάρες, αλλά γυρισμένες με τέτοια φόρμουλα που χάνουν κάθε αίσθηση κινδύνου ή σασπένς. Ακόμα και οι σκηνές που θα έπρεπε να είναι συναισθηματικά διαπεραστικές — όπως η απώλεια της συζύγου — εκτελούνται με τον ψυχρό αυτοματισμό ενός σεναρίου που νοιάζεται περισσότερο να περάσει στο επόμενο set piece παρά να σκύψει πάνω στον πόνο.

Ο Ράμι Μάλεκ, ένας ηθοποιός με εύρος και νεύρο, δεν είναι σούπερ πράκτορας, δεν τρέχει με χάρη, δεν πυροβολεί με αυτοπεποίθηση αλλά, παρόλ' αυτά, δείχνει σα να παλεύει με έναν ρόλο που δεν του ταιριάζει. Οχι γιατί δεν μπορεί να παίξει έναν καταρρακωμένο, μεθοδικό άνθρωπο που μεταμορφώνεται σε εκδικητή, αλλά γιατί το σενάριο δεν του δίνει τον χώρο να αναπνεύσει. Αντί για πολύπλοκος και αντιφατικός, ο χαρακτήρας του μοιάζει απλώς θολός: ούτε αρκετά αποφασισμένος, ούτε αρκετά χαμένος. Το ίδιο ισχύει και για τους δεύτερους ρόλους — η Ρέιτσελ Μπρόσναχαν θυσιάζεται κυριολεκτικά και μεταφορικά στον βωμό της ανδρικής εξέλιξης, ενώ ο Λόρενς Φίσμπερν αναλώνεται σε ρόλο σοφού-μέντορα με έτοιμες ατάκες και μικρό σεναριακό βάθος.

Η ταινία δεν αποτυγχάνει πλήρως — τουλάχιστον η φωτογραφία κινείται ανάμεσα σε χρώματα σβηστά και φώτα φθορίου, με τη θλίψη να γίνεται αισθητική. Υπάρχουν στιγμές σιωπής, κάποιες εύστοχες σκηνοθετικές επιλογές, μια ρυθμική λιτότητα που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να αποδώσει. Το μοντάζ, κοφτό και εσωστρεφές, μας επιτρέπει να κατοικήσουμε στις παύσεις και όχι μόνο στις εκρήξεις. Εδώ δεν υπάρχει καταιγισμός. Υπάρχει βάρος και χρόνος να το νιώσεις.

Αλλά δεν φτάνει. Το τελικό αποτέλεσμα δεν έχει ταυτότητα. Δεν είναι ούτε αληθινά εσωτερικό δράμα, ούτε σφιχτό action thriller. Είναι κάτι στο ενδιάμεσο, μια άσκηση ύφους χωρίς ξεκάθαρη πρόθεση. Η αφήγηση δεν αποφεύγει εντελώς τις κοινοτοπίες. Η τρίτη πράξη πατάει σε γνώριμα μονοπάτια κατασκοπικής υπερβολής, με twists που ναι μεν εξυπηρετούν την πλοκή, αλλά αφαιρούν κάτι από τη γυμνή ένταση που προσπαθεί να χτιστεί από νωρίτερα.

«Ο Ερασιτέχνης» είναι μια φιλόδοξη προσπάθεια που χάνει τον βηματισμό της και εγκλωβίζεται στη μέση: πολύ σοβαρή για popcorn action, πολύ ρηχή για κατασκοπευτικό δράμα. Ηθελε να είναι κάτι σαν «Jason Bourne», αλλά τελικά μοιάζει με μια πιο χλιαρή εκδοχή του «Jack Ryan». Δεν ενοχλεί, αλλά σίγουρα δεν μένει.