Η θρυλική ταινία του Τόμπ Χούπερ «Texas Chainsaw Massacre» από το 1974 έχει αφήσει την δική της ιστορία στο σινεμά. Θεωρείται, ακόμα και σήμερα, μια από τις πιο αξεπέραστες ταινίες τρόμου, μια ταινία ορόσημο η οποία μας γνώρισε τον Leatherface, έναν από τους πιο εμβληματικούς και ίσως και πιο τρομαχτικούς χαρακτήρες του είδους, στοιχειώνοντας με εφιάλτες γενιές και γενιές θεατών. Και γι΄ αυτόν τον λόγο παρέμενε, για πολλά χρόνια, μια ταινία ταμπού, λόγω της ωμής βίας και του gore, απαγορευμένη για χρόνια σε αρκετές χώρες του κόσμου, ακόμα και στην ίδια την Αμερική.
Το franchise ήταν αναπόφευκτο, όπως επίσης και το γεγονός πως τα επτά συνολικά σίκουελ και reboot (με πιο πρόσφατο το «Leatherface» του 2017) που αποπειράθηκαν να αναβιώσουν τον... τρόμο, δεν κατάφεραν ούτε να πλησιάσουν την ατμόσφαιρα της πρώτης ταινίας. Κάτι που προσπαθεί ξανά να αλλάξει η νέα ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Ντείβιντ Μπλου Γκαρσία, η οποία φιλοδοξεί να συστήσει τον Leatherface σε μια νέα γενιά κοινού, αλλά δυστυχώς φαίνεται να την ενδιαφέρει περισσότερο το gore και η βία παρά το σενάριο και οι χαρακτήρες της.
Η Μέλοντι η έφηβη αδερφή της, Λάιλα και οι φίλοι τους, Ντάντε και Ρουθ, κατευθύνονται προς την απομακρυσμένη πόλη Χάρλοου του Τέξας, για να ξεκινήσουν ένα ιδεαλιστικό νέο επιχειρηματικό εγχείρημα. Ομως το όνειρό τους σύντομα μετατρέπεται σε ζωντανό εφιάλτη, όταν αναστατώνουν κατά λάθος το σπίτι του Leatherface, του ανισόρροπου κατά συρροή δολοφόνου με την αιματοβαμμένη κληρονομιά που συνεχίζει να στοιχειώνει τους κατοίκους της περιοχής.
Το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνει κάποιος βλέποντας την ταινία του Γκαρσία είναι ότι ο νεαρός σκηνοθέτης θέλει να ακολουθήσει την πετυχημένη πατέντα του «Halloween» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, βάζοντας την να εξελίσσεται ως ένα άμεσο σίκουελ της πρώτης ταινίας, 50 χρόνια. Οι σεναριογράφοι Φέντε Αλβαρεζ και Ροντό Σαγιέγκς (του «Don’t Breathe» και του reboot του «Evil Dead») ακολουθούν μια αρκετά ασφαλή πορεία όσο αφορά το σενάριο, και μέχρι το τέλος δεν δείχνουν να ρισκάρουν και τόσο έτσι ώστε να ξεφύγουν από έναν αυτόματο πιλότο, ακόμα και όταν προσπαθούν να γίνουν και πιο πολιτικοί.
Το είδος του τρόμου πάντα έκανε το δικό του κοινωνικοπολιτικό σχόλιο στην εποχή του ως έναν βαθμό. Και η ταινία του ’74, πέρα από το gore και τη βία της, ήταν και μια άκρως πολιτική ταινία, μια τρομαχτική αλληγορία της ταραχώδους εποχής του Νίξον, μιας από τις πιο μαύρες σελίδες της Αμερικάνικης Ιστορίας. Και φυσικά και η ταινία του 2022 προσπαθεί να κάνει ακριβώς το ίδιο, αλλά για την εποχή του Τραμπ.
Μόνο που, εκεί που η ταινία του ’74 πετύχαινε τον σκοπό της, εδώ όλα τα πολιτικά μηνύματα περί της ασύδοτης οπλοχρησίας τα οποία οδηγούν σε μαζικές δολοφονίες στα σχολεία, περί της cancel culture, περί της οικονομικής κατάστασης της χώρας, αλλά και περί της επιρροής των influencers στην generation Z, μοιάζουν ως απλές - ατάκτως ερριμένες - μικρές αναφορές που πέφτουν στο κενό χωρίς να αναπτύσσονται όσο θα έπρεπε και μόνο σκοπό έχουν να μεταφέρουν την πλοκή από τον έναν βίαιο θάνατο στον άλλον.
Ακόμα και οι χαρακτήρες της δεν μοιάζουν να πείθουν κανέναν, ακόμα και όταν παίζουν σε αυτή την ταινία ονόματα όπως η Ελσι Φίσερ (που γνωρίσαμε από το indie διαμαντάκι «Eighth Grade»), και παραμένουν χάρτινοι και αδιάφοροι ως το τέλος. Δεν εξαιρείται ούτε η Σάλι Χάρντεστι, η μοναδική επιζώσα από τη διαβόητη σφαγή του 1973, η οποία, ως μια νέα Λόρι Στρόουντ (η Τζέιμι Λι Κέρτις στο «Halloween»), θέλει πάση θυσία να εκδικηθεί τον Leatherface. Μην περιμένετε μια μελέτη χαρακτήρα πάνω στην Χάρντεστι και τον δυναμισμό της και όλα όσα μπορεί να συμβόλιζε η ίδια πενήντα χρόνια πιρν στην ταινία του Χούπερ, κι αυτό όχι γιατί η Ολγουιν Φουέρε αντικατέστησε την Μέριλιν Μπερνς η οποία πέθανε το 2014, αλλά γιατί απλά εδώ απλά πέρα από μια σκληροτράχηλη γυναίκα παρουσιάζεται ως ένας απλός δευτερεύων χαρακτήρας, κάτι που αδικεί το χαρακτήρας της - ως ένα από τα πρώτα και καλύτερα σύμβολα του final girl στην ιστορία του κινηματογραφικού τρόμου.
Αν πετυχαίνει κάτι το νέο αυτό - ας το πούμε ρίκουελ, αφού μοιάζει να ανήκει στη γενιά των «Halloween» και «Scream» - φιλμ, τιμώντας ως ένα βαθμό και το franchise, είναι η ανεξάντλητη βία και το ανελέητο gore, αφού - προειδοποίηση προς όσους δεν αντέχουν - μιλάμε για μια πραγματικά απίστευτα βίαιη ταινία. Από τον πρώτο θάνατο μέχρι τον τελευταίο ο Γκαρσία δεν φοβάται να αμολήσει τον Leatherface ελεύθερο για να κάνει ό,τι ξέρει να κάνει καλύτερα: να σκοτώνει με το πιο βίαιο και αποκρουστικό τρόπο.
Για όσους περιμένουν και αρκούνται στο να δουν κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα η ταινία προσφέρει μιάμιση ώρα πραγματική gory διασκέδασης, υπέροχα φωτισμένη από τον Ρικάρντο Ντίαζ και με κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές σασπένς και αναφορές στην ταινία του Χούπερ. Μια ανεγκέφαλη, δηλαδή, διασκεδαστική ταινία τρόμου που περιμένεις να δεις ένα Σαββατοκύριακο παρέα με φίλους σου. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.
Για όσους, ωστόσο, περιμένουν ένα reboot/σίκουελ στα χνάρια του «Halloween» ή του «Scream», ας προετοιμαστούν πως θα μείνουν με το πριόνι... στο χέρι.