Ο Νικολά Φιλιμπέρ μοιάζει ταγμένος, από το «Είμαι και Εχω», τη διαπεραστική ματιά στην παιδική αντίληψη, του 2002, ως το «Ποταμόπλοιο», είκοσι χρόνια αργότερα, να εξερευνά και ν' αγκαλιάζει την αγνότητα, αθωότητα, πολυπλοκότητα του ανθρώπινου πνεύματος, ειδικά όταν αυτό διαφέρει από τη νόρμα.
Αυτή τη φορά, στήνει υπομονετικά, σταθερά και με απέραντη αγάπη την κάμερά του στο Ανταμάν, ένα ποταμόπλοιο δεμένο στη γέφυρα Σαρλ ντε Γκολ στον Σηκουάνα, στην καρδιά του Παρισιού, το οποίο, κομμάτι μιας ψυχιατρικής κλινικής, λειτουργεί ως ημερήσιο κέντρο ψυχικής υγείας, προσφέροντας σε άτομα με ψυχικές διαταραχές μια ιδιόμορφη στέγη για ν' απασχολούνται, να βουτούν στις τέχνες, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, να γαληνεύουν.
Η ταινία δεν εστιάζει τόσο στην ίδια την ύπαρξη και τη λειτουργία του Ανταμάν, όσο στους μόνιμους επισκέπτες του, άνδρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών και καταβολών, όλοι με μια διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας και του χρόνου, που τους και τις καθιστά έκπτωτους από την κοινωνική κανονικότητα, ό,τι κι αν αυτό έχει αποφασιστεί να σημαίνει.
Οι ήρωες του Φιλιμπέρ είναι ανεξάντλητα γοητευτικοί, όχι λιγότερο χάρη στην υπομονή και την τρυφερότητα με την οποία ο ανοιχτόκαρδος σκηνοθέτης τους παρατηρεί. Καθώς, όμως, εκείνοι κι εκείνες αποτελούν ολόκληρη την αφήγηση της ταινίας του, είτε πρόκειται για τον κομψότατο άνδρα που πιστεύει ότι υπήρξε ο βαν Γκογκ, είτε για τον Πασκάλ, βέβαιο πως ζουν μέσα σ' ένα πραγματικό «Τρούμαν Σόου», η ταινία δεν μπορεί ν' αποφύγει την εργαλειοποίησή τους, μεταβάλλοντάς τους, σίγουρα από υπερβολικό ζήλο, σε αξιοπερίεργα προς μελέτη ή ψυχαγωγία.