Ενα πράγμα που ποτέ δεν θα πάψει να βγάζει νόημα όταν μιλάμε για το ροκ από τα 80s και μετά, είναι πως πολλοί frontmen δεν θα ήταν οι ίδιοι και πολλές μπάντες δεν θα υπήρχαν καν, αν δεν ήταν ο David Byrne και η συναρπαστική live περσόνα του. Οι Duran Duran χωρίς την τύχη να υπάρχουν μαζί με τους Talking Heads στην ίδια συγχρονία θα ήταν ένα άλλο συγκρότημα. Για να μην πιάσουμε και την -με το βλέμμα στραμμένο στον χορό- indie σκηνή των aughts, που αν δεν είχαν κι αυτόνανε (τον Byrne) πού θα ήταν στη γη; Arcade Fire, Franz Ferdinand, LCD Soundsystem - με τους τραγουδιστές τους σε πολλές περιπτώσεις να έχουν κατά το δυνατόν προσαρμόσει στα μέτρα τους την από εντελώς αλλού φερμένη σκηνική παρουσία του αλλά και κάτι από τα φωνητικά τεχνάσματά του (“φωνητικά τικ” για κάποιους μουσικοκριτικούς).
Σταθμός για τους θιασώτες της Σχολής Byrne αλλά και μεγάλη στιγμή για τους μουσικόφιλους γενικότερα, το «Stop Making Sense» του Τζόναθαν Ντέμι: η διάρκειας μιάμισης ώρας καταγραφή του σκεπτόμενου μεγαλείου που υπήρξαν οι Talking Heads και ταυτόχρονα ένα από τα πιο εμβληματικά μουσικά ντοκιμαντέρ στην ιστορία του σινεμά. Τα αστεράκια είναι πολλά, και ομόφωνα. H επανένωση της μπάντας με αφορμή την τεσσαρακοστή επέτειο και επανέκδοση του ντοκιμαντέρ (από την Α24 σε 4Κ αποκατεστημένη κόπια) δεν είναι απλώς κατανάλωση λίγης ακόμα από την πανταχού παρούσα νοσταλγία στης οποίας τη δεδικαιωμένη γοητεία, κακά τα ψέματα, δύσκολα αντιστέκεσαι - θα την αδικούσαμε αν την αντιμετωπίζαμε (μόνο) ως τέτοια.
Είναι πρωτίστως η αφορμή για να εκτιμήσουν εκ νέου οι γνώστες και να αναζητήσουν τους Talking Heads νέα, και νεαρότερα, κοινά, για να ανακαλύψουν τη συναρπαστική πρωτοπορία που γέννησε η ανεπανάληπτη συγκυρία τού να βρεθούν μαζί αυτοί οι μουσικοί, αυτή τη χρονική στιγμή, με μαέστρο το χάρισμα ενός τύπου που μεγάλωσε φτιάχνοντας μουσική ολομόναχος στο υπόγειο του σπιτιού του. Τα 88 λεπτά του «Stop Making Sens»e είναι κάτι παραπάνω από μια ικανοποιητική εισαγωγή του αμύητου θεατή σε έναν πρωτόγνωρο, arty διονυσιασμό: είναι το ξετύλιγμα, μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια ενός πρωτάρη, τού πώς η ποπ, της οποίας η καλλιτεχνική αξία έχει παραδοσιακά αμφισβητηθεί, μπορεί να εκτοξευθεί στην πιο περίτεχνη και ιδεατή μορφή της, του πώς το ροκ μπορεί να απεκδυθεί την επιθετικότητα (ενίοτε ματσίλα) με την οποία λίγο ή πολύ έχουμε όλοι συνθηκολογήσει και του πώς όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν σε ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αγνοώντας στεγανά (ή μάλλον ορμώντας εναντίον τους γενναία, με αδίστακτη φόρα) και επιτρέποντας σε κατεστημένες καλλιτεχνικές φόρμες να διαρραγούν.
Ο όρος «art pop» βρήκε, ως σημαίνον, το ταιριαστότερο σημαινόμενο σε ό,τι πρέσβευσαν οι Heads, από ήχο ως αισθητική. Και, ομοίως το -για κάποιους καλύτερο μουσικό ντοκιμαντέρ της Ιστορίας- δεν ξεμάκρυνε από το στίγμα που έδωσε η μπάντα στο διάστημα που ήταν ενεργή με την τετραμελή της σύνθεση. Ο Τζόναθαν Ντέμι κινηματογράφησε τέσσερις κατά τα φαινόμενα μαγνητικές βραδιές στο Pantages Theatre της Νέας Υόρκης το 1983, στην περιοδεία με την οποία το γκρουπ προμόταρε το άλμπουμ «Speaking In Tongues», μια περιοδεία που κανείς δεν γνώριζε πως θα ήταν το ζενίθ αλλά και το κύκνειο άσμα της μπάντας ως live act. Οπως είναι ευνόητο, αυτό αποτέλεσε ακόμα ένα συστατικό για τη δημιουργία του μύθου που κρατάει έως σήμερα. Γοητευμένος φαν, ο Demme είχε στον νου του ένα μουσικό ντοκιμαντέρ χωρίς το παιχνιδιάρικο “αλά MTV” μοντάζ που ήταν η μοντέρνα για τότε προσέγγιση, αλλά ούτε και τα backstage στιγμιότυπα που δώριζαν στους larger than life ροκ σταρς την περιζήτητη ψευδαίσθηση της εγγύτητας με το κοινό τους.
Η ανθρώπινη διάσταση ως θέαμα δεν ήταν το ζητούμενο εδώ: η κάμερα επικεντρώθηκε σε μια ροκ συναυλία που δεν έμοιαζε με καμία άλλη γιατί δεν πόνταρε στο φλερτ, τα μακριά μαλλιά, τα μαξιμαλιστικά κοστούμια, τον ζωώδη μαγνητισμό και τα κορίτσια που λιποθυμούν. Το στοίχημα παιζόταν στη μουσική ευφυία, την αποστασιοποιημένη κομψότητα και τους τέσσερις σοφιστικέ σπουδαστές καλών τεχνών που σχεδόν ντροπαλά ή από έναν πρώιμο, δυσεύρετο για τότε, σεβασμό απέφυγαν να μιμηθούν τη σέξι αμαρτία ως στερεότυπο που αποδιδόταν στη μαύρη κουλτούρα. Αντί για αυτό, επέλεξαν να επενδύσουν στον εμπλουτισμό της σύνθεσής τους με πέντε ακόμα εξαιρετικά μέλη, βιρτουόζους session μουσικούς και ταλαντούχους χορευτές, δίνοντας νέα πνοή στο clean cut κλισέ του λευκού μεσοαστού που υπήρξε το κεντρικό εύρημα του David Byrne, το οποίο διακωμωδούσε και μετουσίωνε σε αληθινό ροκενρόλ ταυτόχρονα. Σκηνοθέτης και θεατές είχαν μπροστά τους ένα νέο χαρμάνι: την ολοκαίνουργια, εννιαμελή σύνθεση των Talking Heads όπου το μαύρο groove συμπρωταγωνιστούσε με την υπνωτιστική παρουσία του geek με τις ρομποτικές κινήσεις και την Tina Weymouth - ένα συνεσταλμένο It Girl πριν από τα It Girls - στο μπάσο. Η διαφυλετική live εκδοχή των Talking Heads ήταν ακαταμάχητη και ασταμάτητη σαν δύναμη της φύσης.
Η meta διάσταση του live αποτυπώθηκε χωρίς στολίδια και περιττές φλυαρίες, ήταν άλλωστε από μόνη της μαζί και ο πυρήνας και το θέαμα μιας εναλλακτικής ντοκιμαντερίστικης προσέγγισης. Στο πρώτο πλάνο ο Byrne ολομόναχος με μια ακουστική κιθάρα δοκιμάζει ένα νέο κομμάτι, που σε μια θαυμαστή προοικονομία έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της μπάντας - στο κολλητικό ρεφρέν του Psycho Killer οι νότες ίπτανται ανάμεσα σε σκάλες και σκαλωσιές καθώς, μπροστά στα μάτια των θεατών, κατασκευάζεται το σκηνικό και μεταφέρεται το backline για να γίνουν όλοι μάρτυρες μιας meta δόμησης της συναυλιακής εμπειρίας. Η αρχική στατικότητα δίνει σιγά σιγά τη θέση της στις σπασμωδικές χορευτικές φιγούρες του Byrne και η σκηνή παίρνει σταδιακά την τελική της, οικεία γνώριμη στον θεατή, μορφή, χωρίς ποτέ να προδοθεί ο κομψός μινιμαλισμός των Heads που με τις γκρι ανδρόγυνες φιγούρες τους δεν σνόμπαραν ποτέ τη μόδα. Η επιρροή της ιαπωνικής τριπλέτας Yamamoto/Kawakubo/Miyake ήταν ανέκαθεν εκεί ενώ τα oversized σακάκια έφεραν στις πρόσφατες πασαρέλες συνειρμούς Girlfriend Is Better (από στίχο του οποίου είναι δανεισμένος και ο τίτλος της ταινίας), κορυφαία στιγμή και κλιμάκωση του live όπου η ερμηνεία του Byrne ισορροπεί μεταξύ στατικότητας και νευρικότητας σε ένα εθιστικό κρεσέντο. Είναι παραπάνω από εμφανές ότι ο ίδιος δεν είχε αφήσει τίποτα στην τύχη, από την ενσωμάτωση στη μουσική του της έμπνευσης που υπήρξε ο αγαπημένος του βασιλιάς του afrobeat Fela Kuti μέχρι τα μαθήματα χορού με την πολυβραβευμένη χορογράφο Toni Basil - μέσα στις τόσες παρακαταθήκες του Stop Making Sense και της μπάντας γενικότερα κυρίαρχη και ιδιαίτερα βαρύνουσα θέση κατέχουν ο χειρισμός και η αφομοίωση των επιρροών με σεβασμό στις κουλτούρες, την κληρονομιά και την καλλιτεχνική δημιουργία.
H παρουσία των τεσσάρων ιδρυτικών μελών του συγκροτήματος στο κόκκινο χαλί για την επανέκδοση μιας πολυσυζητημένης ταινίας ή/και ενός αξεπέραστου live, οι συζητήσεις και οι συνεντεύξεις που συνόδευσαν τις προβολές στα φεστιβάλ ήταν το έναυσμα για να ξανασυστηθούμε, ως ακροατές και θεατές μαζί, με την μπάντα που ακούσια επαναδιαπραγματεύεται τη θέση της τόσο στην ιστορία της μουσικής όσο και στην ποπ κουλτούρα (οι οποίες δεν βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού μεταξύ τους, αλλά αλληλοσυμπλήρωσης) και με συγκίνηση να διαπιστώσουμε με πόση στιβαρότητα αλλά και χάρη περνάει το «Stop Making Sense» ως αυτοδύναμο και αυτόνομο καλλιτεχνικό επίτευγμα στη μέση ηλικία.
Και αυτό, ως γνωστόν, δεν είναι ο κανόνας.
Η Χρύσα Οικονομοπούλου είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Nostos100,6), υπήρξε για χρόνια υπεύθυνη επικοινωνίας στο Gagarin και τώρα στο Barrett, είναι το κορίτσι που θα δεις να χορεύει, να ζει και να αναπνέει μουσική