Σε μια σχιζοφρενική καριέρα που μετράει, ανάμεσά σε άλλα, το ενθουσιώδες σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 2003 με το «The Station Agent», τον υποτιμημένο «Επισκέπτη» του 2007, την αρχική ιστορία του αριστουργηματικού «Ψηλά στον Ουρανό» της Pixar, μια από τις χειρότερες (και χειρότερες γενικά...) ταινίες του Ανταμ Σάντλερ, το - αναπάντεχο - Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Πρωτότυπου Σεναρίου για το «Spotlight», έναν πιλότο του «Game of Thrones» που δεν προβλήθηκε ποτέ και μια παιδική ταινία με τίτλο «Timmy Failure: Mistakes Were Made» για το Disney+, αυτό που θα μπορούσε να απομονώσει κανείς είναι η επιμονή του Τομ ΜακΚάρθι στο σινεμά σαν ένα σύνολο, μακριά από «είδη», «φόρμες» ή «διαχωρισμούς» που ορίζουν αυθαίρετα το τι είναι σημαντικό και τι όχι, τι είναι σοβαρό και τι ανάξιο προσοχής.

Τεχνίτης της αφήγησης πριν από σκηνοθέτης, αλλά και έμπειρος ηθοποιός με συμμετοχές σε κάθε πιθανό είδος ταινιών και σειρών (από το «Καληνύχτα και Καλή Τύχη», μέχρι το «Meet the Fockers» και από το «The Flags of Our Fathers» μέχρι το «The Wire») και το Broadway, ο Τομ ΜακΚάρθι αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στη βιομηχανία. Το ίδιο συμβαίνενι και με τις ταινίες του που, ειδικά στις περιπτώσεις του «The Visitor» (με την ιστορία ενός μεσήλικα που αλλάζει την κοσμοθεωρία του μετά από τη συνάντησή του με έναν μετανάστη στην Νέα Υόρκη μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους) και του «Spotlight» (με την ιστορία της αποκάλυψης του κυκλώματος παιδεραστίας από την Καθολική Εκκλησία από τη δημοσιογραφική ομάδα της Boston Globe) μοιάζουν να σπρώχνουν τα mainstream όρια του Χόλιγουντ, φέρνοντας κάτι από την ελευθερία που επικρατούσε πίσω στα 70s, όταν το νέο αμερικανικό σινεμά (των Σίντνεϊ Πόλακ, Σίντνεϊ Λιουμέτ, Αλαν Τζ. Πάκουλα) ρίσκαρε την επαφή του με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα επαναδιατυπώνοντας έννοιες όπως «σύγχρονοι ήρωες», «κοινωνική δικαιοσύνη», «διαφθορά», «πολιτικό σινεμά».

Στο «Ζήτημα Χρόνου», ο ΜακΚάρθι εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία για να χαρτογραφήσει τη διαδρομή του Μπιλ Μπέικερ, ενός μέσου Αμερικάνου στην προσπάθεια του να αποδείξει την αθωότητα της κόρης του, η οποία κρατείται στις φυλακές της Μασσαλίας για ένα φόνο που υποστηρίζει ότι δεν έκανε. Τόσο το αναλυτικό σενάριο του, όσο και η σκηνοθεσία του ακολουθούν - σε μια ευθεία γραμμή που γεμίζει το κενό ανάμεσα στο «Spotlight» και αυτήν εδώ την ταινία - τη δημοσιογραφική λογική της έρευνας και της σταδιακής αποκάλυψης της αλήθειας, καθώς ο Μπιλ Μπέικερ, αντιμέτωπος με ένα κυνικό δικαστικό σύστημα που αρνείται να ανοίξει ξανά την υπόθεση της κόρης του μετά την εμφάνιση νέων στοιχείων που αποδεικνύουν την αθωότητά της, αποφασίζει να πάρει το «νόμο» στα χέρια του.

Αναζητώντας στοιχεία και ανθρώπους που θα βοηθήσουν στην αποστολή του, χτυπώντας συνεχώς σε εμπόδια που δεν μπορεί να φανταστεί και με βαθύτερη επιθυμία του να αποδείξει πάση θυσία πως δεν είναι ο πατέρας - χαμένο κορμί που δεν μπορεί να σταθεί στο πλευρό της κόρης του, ο Μπιλ θα αποφασίσει να μετακομίσει μόνιμα στη Μασσαλία, βρίσκοντας στέγη και «οικογένεια» στο σπίτι της Βιρζινί, μιας ηθοποιού του θεάτρου που ζει με την μικρή κόρη της και η οποία είναι διατεθειμένη να βοηθήσει τον Μπιλ στην έρευνα του.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο, το «Ζήτημα Χρόνου» ανοίγει σε μια μεγαλύτερη ταινία από αυτήν που αποτελεί την κεντρική του του ιδέα. Η «ενηλικίωση» του Μπιλ δεν έρχεται μόνο μέσα από την αστυνομική ίντριγκα που θα αποβεί αποκαλυπτική για όσα (δεν) γνώριζε για την κόρη του και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει, αλλά κυρίως μέσα από την πολιτισμική του σύγκρουση με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και την για πρώτη φορά συμβίωση του με «άλλους» που δεν είναι η οικογένεια του ή οι άλλοι εργάτες στα διυλιστήρια όπου εργαζόταν στην Οκλαχόμα. Για πρώτη φορά έξω από το δίχτυ ασφαλείας που του πρόσφερε για χρόνια η μονοδιάστατη ύπαρξη πίσω στην Αμερική, ο Μπιλ θα ανακαλύψει την πολυπλοκότητα του κόσμου αλλά κυρίως τη δική του, αυτή που δεν χρειάστηκε ποτέ να ενεργοποιηθεί σε μια ρουτίνα ζωής που τον κρατούσε για χρόνια δυστυχισμένο, αλλά τακτοποιημένο.

Ακόμη κι αν ο Τομ ΜακΚάρθι δεν χρησιμοποιούσε ένα μικρό σεναριακό «αστειάκι» για να ορίσει τον Μπιλ ως «ψηφοφόρο του Ντόναλντ Τραμπ», ο ήρωας του είναι ο χαρακτηριστικός μέσος Ρεπουμπλικάνος της αμερικανικής ενδοχώρας που πιστεύει αμαχητί στην ανωτερότητα της Αμερικής, την καθαρότητα των λευκών και τις παραδοσιακές αξίες που κάνουν έναν άντρα καλό και άξιο άνθρωπο. Μέσα στο πολυπολιτισμικό σκηνικό της (όχι τυχαία διαλεγμένης) Μασσαλίας, ο Μπιλ μοιάζει σαν ψάρι εκτός νερού, ένας μαθητής που μαθαίνει τον κόσμο από την αρχή, μια συμπαγής ύπαρξη που περιφέρεται προσπαθώντας να βρει την ισορροπία (του) ανάμεσα στον απλοϊκό άνθρωπο που είναι και στον πολύπλοκο άντρα που γίνεται μέσα από αυτή τη διαδρομή αυτογνωσίας. Με αντιθέσεις που τον ορίζουν ως κάτι περισσότερο από αυτό που εύκολα όλοι θα χαρακτηρίζαμε ως «τραμπικό» (με ό,τι συμπαρασύρει αυτό), ο Μπιλ είναι αποφασισμένος να φτάσει στο τέλος με κάθε κόστος - εμμονή και πίστη που δεν τον διαφοροποιούν πολύ από τους Δημοκράτες δημοσιογράφους της Boston Globe στη δική τους αναζήτηση της αλήθειας ή τον ίδιο τον Τομ ΜακΚάρθι, εδώ στην πιο φιλόδοξη στιγμή της καριέρας του.

Το «Zήτημα Χρόνου» είναι ένα πρωτότυπο (τι σημαντικό σε μια βιομηχανία ανακύκλωσης σεναρίων) συναρπαστικό αστυνομικό δράμα που παίρνει το χρόνο του για να σου συστήσει τους χαρακτήρες του και το ρίσκο να πέφτει συχνά στον καταχρηστικό μελοδραματισμό που φέρει η προβληματική σχέση ενός πατέρα με την κόρη του, στα κλισέ που αναπόφευκτα ένας Αμερικάνος (όπως ο Μπιλ έτσι κι ο ΜακΚάρθι) δεν θα σταματήσει ποτέ να ταυτίζει με την Ευρώπη και την ίδια απλοϊκότητα που κουβαλάει ως «τιμή» ο ήρωας του. Η αστυνομική ίντριγκα, όμως, είναι γεμάτη ανατροπές, η σχέση του Μπιλ με την Βιρζινί (η Καμίλ Κοτάν του «Πάρε τον Μάνατζερ Μου») είναι γοητευτική, η σχέση με την κόρη του παραμένει γεμάτη ένταση σε όλη τη διάρκεια του φιλμ και λαμβανομένων υπόψιν των αστοχιών μιας «μεγάλης» ταινίας που δεν χωράει πάντα στο μέγεθος της, ο Τομ ΜακΚάρθι μιλάει για την Αμερική σήμερα, τον κόσμο αύριο, την ανοχή, τη συγχώρεση, τον ηρωισμό, την ενοχή και τελικά για το σινεμά που μπορεί να αναφέρεται σε όλα αυτά σε ένα ατελές αλλά φιλόδοξο παιχνίδι με τις (πολιτικές) θέσεις του θεατή.

Στο κέντρο του φιλμ ο Ματ Ντέιμον είναι ο Μπιλ με όλους τους τρόπους που (δεν) θα μπορούσε να φανταστεί ακόμη και ο πιο ικανός στην σκηνοθεσία ηθοποιών δημιουργός. Από την γκαρνταρόμπα του με τα καρό πουκάμισα μέχρι τις ανεπαίσθητες κινήσεις του προσώπου του όταν ντρέπεται, χαίρεται ή προσπαθεί να κρύψει το θυμό του, ο Ματ Ντέιμον δικαιώνει τη σεναριακή πολυπλοκότητα του ήρωα του χωρίς να υπερβάλλει, με μια φυσικότητα που δείχνει την ωρίμανση του ως ηθοποιός. Γνωρίζοντας όλες τις παγίδες στις οποίες μπορεί να πέσει - τόσο σε μελοδραματικό όσο και σε πολιτικό, κοινωνικό επίπεδο - ο Ματ Ντέιμον επιλέγει να παίξει με όλο του το σώμα, σε μια από τις πιο αφοπλιστικές ερμηνείες που είδαμε τον τελευταίο καιρό. Ενα εν δυνάμει οσκαρικό tour de force που λειτουργεί περισσότερο επειδή, αντίθετα με την ταινία που δεν καταφέρνει πάντα να μείνει σταθερή σε όσα πολλά κι επικίνδυνα φιλοδοξεί, μένει αμετακίνητος με πυξίδα μια σαρωτική ανθρωπιά, μελαγχολικός σε όλη τη διαρκειά της, σαν τον άνθρωπο που, παρά τα φαινόμενα, γνωρίζει μια μεγαλύτερη αλήθεια από αυτήν που θεωρητικά αναζητά.