Ο μύθος του Spirit, έτσι τουλάχιστον όπως ξεκίνησε το 2002 με το υποψήφιο για Οσκαρ φιλμ των Κέλι Ασμπουρι και Λόρνα Κουκ «Spirit: Το Αγριο Αλογο», υπήρξε ήδη από τη γέννησή του μια επιστροφή στη μυθολογία της Αγριας Δύσης και την ίδια στιγμή μια ακύρωση των στερεοτύπων της, στο πνεύμα μιας νέας εποχής που μπορεί πλέον να δει ακόμη και έναν άγριο κόσμο με το βλέμμα της καλοσύνης, του ηρωισμού και γιατί όχι του εκσυγχρονισμού. Αν η πρώτη αυτή ταινία δεν κατάφερε να γίνει «κλασική» με την έννοια που θα ήθελαν ενδεχομένως οι δημιουργοί της ήταν γιατί, χωρίς να υπολείπεται ούτε στο ελάχιστο σε ιδέες, έξυπνη γραφή, αγνή περιπέτεια και σχεδιαστική λιτότητα, θύμιζε και θυμίζει ακόμη και σήμερα μια ιστορία για μικρότερα παιδιά από το ευρύ target group που συνήθως κάνει τις «παιδικές» ταινίες cult για όλους.

Αυτό δεν εμπόδισε ωστόσο το Spirit να γίνει γρήγορα ένα πετυχημένο franchise, να γεννήσει μια τηλεοπτική σειρά στο Netflix («Spirit Riding Free») και αυτή με τη σειρά της ένα δεύτερο φιλμ, το «Spirit Untamed», ένα spin off που στην πραγματικότητα συμπυκνώνει σε κινηματογραφικό χρόνο τις περιπέτειες της τηλεοπτικής σειράς. Η κεντρική ηρωίδα είναι πια κορίτσι, τη λένε Λάκι και θα επιστρέψει στο χωριό του πατέρα της χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της όταν ήταν παιδί. Εκεί θα ανακαλύψει την περιπέτεια που κρύβεται μέσα της και που βρίσκει ρίζες στην μητέρα της - κι όλα αυτά μέσα από τη γνωριμία της με ένα ατίθασο άλογο, τον Spirit, που θα ηρεμήσει μόνο στις δικές της εντολές και παιχνίδια, πριν κινδυνέψει από τους άγριους γελαδάρηδες που θέλουν να το δαμάσουν, αυτό και όλη του την αγέλη, με βίαιο τρόπο.

Κρατήστε το girl power (σε ακόμη ένα animation που πλέον αφηγείται την ιστορία του μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού), το σχεδιασμό του Spirit που όπως και στην πρώτη ταινία καταφέρνει να γίνει κεντρικός χαρακτήρας χωρίς (ευτυχώς) να μιλάει ανθρωπόμορφα και δύο (το πολύ) έξυπνες ιδέες που περιορίζονται στην ομάδα των παιδιών που θα ενώσουν δυνάμεις για να σώσουν τον Spirit και τα υπόλοιπα άγρια άλογα. Πετάξτε σχεδόν όλα τα υπόλοιπα: την ιστορία που θα αρκούσε και για μια μικρού μήκους ταινία, τους χαρακτήρες που παίζουν μόνο πάνω στα στερεότυπα (του πατέρα που δεν ξέρει πώς να είναι πατέρας, της λεπτεπίλεπτης θείας, των κακών γελαδάρηδων…) και την προβλέψιμη διαδρομή που είσαι σίγουρος για κάθε της στάση.

Αυτό που μένει είναι ένα χαριτωμένο νέο-γουέστερν, που επενδύει ακόμη περισσότερο και από την πρώτη ταινία σε ένα πολύ πιο παιδικό κοινό απ’ όσο θα άξιζε στην βασική του ιδέα, με πανίσχυρο το μήνυμα της γυναικείας ενδυνάμωσης, αλλά εντελώς αδύναμη την κινηματογραφική του ανάπτυξη που περιορίζεται στα απολύτως βασικά, τα απολύτως γλυκανάλατα, χωρίς να αγγίζει ούτε καν επιδερμικά - και σίγουρα όχι με τον τρόπο που έχουν κάνει εμπνευσμένα φιλμ κινουμένων σχεδίων των τελευταίων δεκαετιών, με εξέχουσα αναφορά στο «Coco» της Pixar - τις υπέροχες θεματικές (του θανάτου, του ρατσισμού, του ματσίσμο, της εξουσίας…) που αναφύονται μέσα από την ιστορία του και δένονται άρρηκτα με τη μυθολογία της Aγριας Δύσης και τελικά της ίδιας της Αμερικής.