Είναι γνωστό πως η σχέση του Χόλιγουντ με τα video games δεν ήταν ποτέ η καλύτερη. Αν και πρόσφατες απόπειρες δείχνουν κάπως σαν να προσπαθούν να βελτιώσουν την εικόνα που έχουμε για την κακή μεταφορά αγαπημένων video games στη μεγάλη οθόνη, οι πρώτες ταινίες το μόνο που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ήταν ως απόλυτη καταστροφή και ένας σοβαρός λόγος για την κινηματογραφική βιομηχανία να αφήσει το joystick στην άκρη.
Ενα τέτοιο παραλίγο game over ήταν έτοιμο να πάθει και η πρώτη live action ταινία βασισμένη στην μπλε αγαπημένη μασκότ της Sega, τον Sonic, πριν καν κυκλοφορήσει στις αίθουσες. Οταν βγήκε το πρώτο τρέιλερ οι φανς έδειχναν εξοργισμένοι για το πόσο περίεργα ανθρώπινος έδειχνε ο πολυαγαπημένος τους χαρακτήρας, που ανάγκασε την παραγωγή να αργήσει την ταινία για τρεις ολόκληρους μήνες έτσι ώστε να τον επανασχεδιάσουν. Και αν η αλλαγή αυτή ήταν μια τεράστια βελτίωση για τον χαρακτήρα, (ναι ο Sonic δείχνει αξιαγάπητος) αυτό δεν πάει να πει πως διόρθωσαν και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας, αυτό του σεναρίου.
Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Τζεφ Φάουλερ μοιάζει σαν να έχει γυριστεί κάποιες δεκαετίες πριν. Ο ίδιος την σκηνοθετεί με μια δόση γερής νοσταλγίας με την αισθητική των μοντέρνων action ταινιών, όπου για να θεμελιώσει τον κόσμο της παίρνει το αρχέτυπο μιας origin υπερηρωικής ταινίας και την βάζει μέσα σε ένα κλασικό buddy road trip movie παραγεμίζοντάς το με easter eggs και σημερινές αναφορές από την ποπ κουλτούρα. Αν και υπάρχουν αρκετές διασκεδαστικές στιγμές, με την δράση και τον Sonic να τρέχουν σπάζοντας το φράγμα του ήχου, όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς, ο Φάουλερ δεν έχει την εμπειρία να δημιουργήσει κάτι που να οριοθετεί την δική του ταυτότητα και καταλήγει να δείχνει περισσότερο ως ένα αμάλγαμα ταινιών που θα ήθελε να μοιάσει.
Ολη αυτή η ταχύτητα όμως έχει περάσει και στο σενάριο, και είναι ακριβώς που έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Δημιουργώντας μια ιστορία κυρίως για τις πολύ μικρές ηλικίες (ο Σόνικ απολαμβάνει το νέο του σπίτι στη Γη και συνεργάζεται με τον καλύτερο φίλο του, Τομ για να υπερασπιστούν τον πλανήτη από τον διαβολικό Δρ. Ρομπότνικ και τα σχέδια του για παγκόσμια κυριαρχία), οι σεναριογράφοι της ταινίας γράφουν στους χαρακτήρες τους στο πόδι δίνοντας τους ακόμα πιο σπιντάτες πλοκές για να αναπτυχθούν – το bromance μεταξύ του Sonic και τον τίμιο επαρχιώτη αστυνομικό ποτέ δεν «κολλάει» πραγματικά – με σκοπό να κρατήσουν το ενδιαφέρον των παιδιών στην οθόνη, αδιαφορώντας για το ότι οι περισσότεροι φανς του Sonic είναι πλέον ενήλικες. Και εκεί είναι ακριβώς που η ταινία του Φάουλερ χάνει το στοίχημα με το κοινό της, ένα στοίχημα που ο «Ντετέκτιβ Πίκατσου» (μια ταινία με την οποία αναπόφευκτα θα συγκριθεί) κέρδισε με τυμπανοκρουσίες.
Αυτό σαν έχει αποτέλεσμα η ταινία να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες αποκλειστικά μεταγλωττισμένη. Και αυτό δεν θα ήταν τόσο σοβαρό αν μιλούσαμε για μια ταινία στην οποία δεν πρωταγωνιστούσε ο Τζιμ Κάρεϊ. Η ταινία δεν θα είχε την ίδια δυναμική αν ο Κάρεϊ δεν έπαιζε τον ρόλο του κακού Δρ. Ρομπότνικ (Αυγένιου στα ελληνικά – μάλλον από το αγγλικό Dr. Eggman;) δίνοντας του την τρέλα και την ενέργεια με την οποία μας έχει συνηθίσει, κλέβοντας την παράσταση με τις αστείες του ατάκες, κάνοντας τις σκηνές στις οποίες εμφανίζεται να είναι μερικές από τις καλύτερες τις ταινίας. Και είναι κρίμα που δεν μας δίνεται η επιλογή να τον απολαύσουμε όπως θα έπρεπε, αν και ο Ελληνας ηθοποιός που δανείζει την φωνή του προσπαθεί το καλύτερο που μπορεί για να μας μεταφέρει όλη αυτή την τρέλα του χαρακτήρα.
Η πρώτη ταινία της αγαπημένης μασκότ της Sega μοιάζει σαν ένα χαμένο στοίχημα. Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας για να δούμε επιτέλους κάτι πραγματικά αξιόλογο στο είδος των video game ταινιών δείχνει αρκετά μακρύς, μια απόσταση που ίσως ο Sonic με την δεύτερή του ταινία - μακάρι να - καταφέρει να μειώσει σε χρόνο ντε τε.