Στα 1870, οι αρχιληστές Λινκ και ο Γκος ληστεύουν μαζί με τους άντρες τους ένα πορευόμενο προς την Ουάσιγκτον τρένο, όπου ταξιδεύει και ο νέος Ιάπωνας πρέσβης με τους σαμουράι του κι ένα χειροποίητο χρυσό σπαθί, δώρο προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο Γκος όμως, αφού σφάζει αδιακρίτως, σκοτώνει έναν από τους σωματοφύλακες, κλέβει το σπαθί και, αφήνοντας τον συνεταίρο του Λινκ για νεκρό, το σκάει με τη λεία. Τώρα, ο Λινκ και ο Κουρόντα, ο άλλος σαμουράι, θα πρέπει να συμμαχήσουν στον εντοπισμό του. Ο πρώτος για να ανακτήσει το χρήμα, κι ο δεύτερος για να ξαναφέρει το σπαθί πίσω στον πρέσβη μέσα σε επτά ημέρες, αλλιώς θα προχωρήσει σε χαρακίρι ως ένδειξη της αποτυχίας του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εποχές που οι μετέπειτα λεγόμενες «ευρωπουτίγκες» σάρωναν στη Γηραιά Ήπειρο, τι πιο φυσικό από το να μαζέψεις τρεις διεθνείς σταρ σε μια ταινία, και μάλιστα σε γουέστερν σπαγγέτι, είδος που ακόμα χρυσοπούλαγε. Και να προσθέσεις κι έναν τέταρτο διεθνή από την άλλη άκρη του πλανήτη, μήπως και πιάσεις και την Άπω Ανατολή. Αλλωστε, ο Αμερικανός Τσαρλς Μπρόνσον και ο Γάλλος Αλέν Ντελόν ήταν ήδη πασίγνωστοι στην Ιαπωνία από ταινίες και διαφημιστικά. Από τη μεριά του, ο Τοσίρο Μιφούνε είχε ήδη περάσει με επιτυχία στη Δύση με το «Δυο Λιοντάρια στον Ειρηνικό» του Τζον Μπούρμαν. Συν η πρόσφατη κολεγιά Μπρόνσον-Ντελόν στο «Αντίο Φίλε», συν η μετά-Τζέιμς Μποντ δημοφιλία της Ελβετής σεξοβόμβας Ούρσουλα Άντρες, συν η συντονιστική παρουσία του ήδη έμπειρου στις ταινίες 007 Βρετανού Τέρενς Γιανγκ… Τι θα μπορούσε να πάει λάθος;
Τίποτα, όπως και δεν πήγε. Εσκισε παντού ο γυρισμένος στην ισπανική ύπαιθρο «Ηλιος», από το Παρίσι μέχρι το Τόκιο. Ακόμη και στην φιλύποπτη προς τους Ευρωπαίους καουμπόηδες Αμερική κάτι τσίμπησε, κάπου 1,5 εκατομμύριο δολάρια, ενώ στη χώρα μας θριάμβευε ανελλιπώς στα θερινά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Πράγματι. Κι ας διαρκεί τουλάχιστον 20 λεπτά παραπάνω απ’ ότι θα χρειαζόταν. Κι ας ακούγεται το κατά τόπους ντουμπλάρισμα αστείο. Κι ας υποδύονται τους Ινδιάνους ηλιοκαμένοι Ανδαλουσιανοί και Αθίγγανοι περαστικοί. Και μόνο η διάδραση των σούπερ σταρ ήρκεσε να βάλει το φιλμ στον χάρτη των πιο επιτυχημένων σπαγγέτι –ή μήπως παέγια;- στα χρονικά του είδους.
Ας μην είμαστε όμως άδικοι. Από την ολικά ντεμοντέ σήμερα αύρα της ταινίας σώζεται ακόμα ο επαγγελματισμός του Γιανγκ, που μπορεί να μη διαθέτει την τελετουργική ακρίβεια ενός Λεόνε ή ενός Κορμπούτσι, πάντως χειρίζεται σαν ζογκλέρ το παιχνίδι των αντιθέσεων. Και κυρίως των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων του πρακτικού Μπρόνσον με τον πειθαρχημένο Μιφούνε, που εκπέμπονται αποτελεσματικά μέσα από τις λεκτικές ή σωματικές αναμετρήσεις τους. Ακόμα, του χιούμορ με τη βία, των γαλάζιων ματιών του contre figure Ντελόν με το κατακόκκινο αίμα που αφήνει στο διάβα του, του γυμνού της Άντρες με το φουλ ενδεδυμένο της.
Απλώς, είναι μια ταινία που ποντάρει πριν και πάνω απ’ όλα στην οργάνωση παραγωγής, στα ηχηρά ονόματα και στη μαγκιά της, και δεν παύει ούτε στιγμή να το βροντοφωνάζει.