Μοναδική περίπτωση ανάμεσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έγραψαν τη φρίκη του Ολοκαυτώματος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Σομπίμπουρ στην Πολωνία θα έμενε περισσότερο γνωστό για την ηρωική εξέγερση των Εβραίων αιχμαλώτων που κατάφεραν να αποδράσουν, συνολικά 300, από τους οποίους τελικά κατάφεραν να διαφύγουν περίπου 50 με 70, ανάμεσά τους και κάποιες γυναίκες.
Η εξέγερση που έγινε στις 13 Οκτωβρίου του 1943 θα σήμαινε και το οριστικό κλείσιμο του στρατοπέδου, αλλά κυρίως θα έμενε πάντα στην Ιστορία ως απάντηση στις θεωρίες των παθητικών Εβραίων που δεν αντιστάθηκαν, μια στιγμή ηρωισμού από αυτές που μοιάζουν με απέλπιδα απόπειρα επιβίωσης και μαζί με μια πράξη πέρα από τα ανθρώπινα. Μια πρώτη, επίσης, μετά από χρόνια σιωπής, αναγνώριση των Ρώσων για τους Σοβιετικούς Εβραίους που σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
To «Sobibor» του ηθοποιού Κονσταντίν Χαμπένσκι - ο οποίος υποδύεται στην ταινία και τον επικεφαλής της εξέγερσης, Αλεξάντερ Πετσέρσκι - από το 2018, προσφέρει ακριβώς όσα περιμένει κανείς από μια ταινία για το Ολοκαύτωμα: μικρές ανθρώπινες ιστορίες Εβραίων που βρίσκονται αντιμέτωποι με την απόλυτη φρίκη, αγριότητες, πορωμένους Ναζί που βασανίζουν, φωνάζουν και ξαναβασανίζουν, όλα σε κλισέ μελοδραματικές δόσεις που ταιριάζουν στην κλασικότροπη αφήγηση, στο μεγάλο budget - με τη στήριξη της ρωσικής κυβέρνησης - και στη φιλοδοξία της ταινίας να γίνει ένα σημείο αναφοράς κινηματογραφικά και ιστορικά.
Μεγαλύτερη, σημαντικότερη και πιο συναρπαστική από την ταινία που την καταγράφει, η εξέγερση των Εβραίων αιχμαλώτων στο Σομπίμπουρ υποβιβάζεται εδώ σε μια εικονογραφία που φλερτάρει επικίνδυνα με βιβλίο σχολικής ύλης σε απλοϊκότητα και με γραφική αναπαράσταση που δεν εξαντλείται στην παρουσία του ντουμπλαρισμένου Κριστόφ Λαμπέρ στο ρόλο του σαδιστή διοικητή του στρατοπέδου που αγαπάει παιδιόθεν τις Εβραιοπούλες. Οι συναισθηματικές χορδές των θεατών πάλλονται πάνω σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και συζητήσεις για χρυσά δόντια που ανταλλάσσονται για καλύτερες συνθήκες ζωής, καθώς το δράμα κορυφώνεται σε ντεσιμπέλ επικής μουσικής, οριακά αστείων βασανισμών και κοντινών σε πρόσωπα που εκφράζουν (ποικίλα αλλά πάντα πάρα πολύ έντονα) συναισθήματα.
Λίγο πριν την τελική κορύφωση, το «Sobibor» έχει πλέον παραδοθεί άνευ όρων σε μια γκροτέσκα διάθεση εκδίκησης που ενδεχομένως να ικανοποιήσει το θεατή που βλέπει τους καλούς να νικούν τους κακούς, αλλά όχι και την κινηματογραφική αφήγηση που θυσιάζεται άνευ όρων στο γεμάτο μηνύματα μεγάλο θέαμα. Οχι η πρώτη φορά που η ιστορία του Σομπίμπουρ γίνεται ταινία, το φιλμ του Χαμπένσκι πέφτει θύμα της υπερφίαλης εκκίνησής του, εκεί όπου, στην αντίπερα όχθη της «αλήθειας» το υποδειγματικό ντοκιμαντέρ του Κλοντ Λανζμάν από το 2001 με τίτλο «Sobibór, October 14, 1943, 4 p.m.» δεν δείχνει τίποτα από όσα προφασίζεται η μυθοπλασία ότι συνέβησαν στο στρατόπεδο, αλλά σε κάνει να νιώσεις βαθιά μέσα σου όλα όσα δεν θα μπορέσουν ποτέ να πουν οι λέξεις, οι εικόνες, η καλολογική μυθοπλασία της μνήμης.