Η φυλακή Τρικάλων χτίστηκε το 1895 σαν ένα από τα πρώτα έργα που χρηματοδότησε το ελληνικό κράτος στη Θεσσαλία, ύστερα από την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς, το 1881. Χτίστηκε στις όχθες του ποταμού Ληθαίου, δίπλα σε ένα από τα μεγαλύτερα τεμένη της Ελλάδας, που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, το τζαμί του Οσμάν Σαχ, αλλά και την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Η φυλακή λειτούργησε ως το 2006, οπότε και εγκαινιάστηκαν νέες κτιριακές εγκαταστάσεις έξω από την πόλη.
Το 2006, η φυλακή ετοιμάζεται πλέον να παραδοθεί οριστικά στη λήθη έπειτα από 110 χρόνια λειτουργίας. Καθώς η εγκατάλειψη έχει ήδη κυριεύσει το ερημωμένο κτήριο, επτά πρόσωπα που η ζωή τους συνδέθηκε μαζί του, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιστρέφουν και το επισκέπτονται για μια, τελευταία ενδεχομένως, φορά: ένας συνταξιούχος φύλακας και ο τέως διευθυντής της φυλακής, τρεις πρώην κρατούμενοι, μία εκπαιδευτικός και μια ερευνήτρια ανασύρουν μπροστά στην κάμερα προσωπικές μνήμες και εμπειρίες από την πολυετή ή σύντομη παραμονή τους εκεί, που με τη σειρά τους παίρνουν σταδιακά τη μορφή σπαραγμάτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Οι κλειστοφοβικοί χώροι της φυλακής στους οποίους μας ξεναγούν οι επτά αυτοί πρωταγωνιστές, και όπου εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου το καινούργιο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, φέρνουν στο μυαλό ένα άλλο ελληνικό φιλμ τεκμηρίωσης, το προ 15ετίας «Σπίτι του Κάιν» του Χρήστου Καρακέπελη. Περισσότερο όμως από τις επιπλοκές και την αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα του σωφρονιστικού συστήματος, εκείνο που απασχολεί τον Κουτσιαμπασάκο είναι η έννοια της ιστορικής μνήμης και, εν τέλει, ο ενίοτε επιλεκτικός τρόπος με τον οποίο τη διαχειριζόμαστε.
Οχι πως κάποιες από τις μαρτυρίες δεν αποκαλύπτουν εγκληματικές απόπειρες υποτιθέμενης απόδοσης δικαιοσύνης, φωτίζοντας ταυτόχρονα σκοτεινές σελίδες της νεότερης ιστορίας, όπως αναδεικνύονται κυρίως μέσα από τις διηγήσεις δύο πολιτικών κρατουμένων, του αντιστασιακού Αλκιβιάδη Ζαμπακά και του πολιτικού κρατούμενου της δικτατορίας, Θανάση Αθανάσιου. Οσο συγκινητικές και ανατριχιαστικές κι αν είναι, ωστόσο, οι εξομολογήσεις τους, δεν αποτελούν παρά μέρος μονάχα του συνόλου, σε αυτό το αντισυμβατικό πορτρέτο ενός χώρου που μοιραία θα παραμείνει ερμητικά κλειστός για όσους δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι του. Ενα πορτρέτο που περιλαμβάνει ακόμα τις άγαρμπες και αποσπασματικές προσπάθειες της πολιτείας για εκπαίδευση των κρατουμένων στο πλαίσιο της κράτησής τους, προσωπικές ανθρώπινες τραγωδίες και ιστορίες αποδράσεων και ρεμπέτικης έμπνευσης.
Σκηνοθετημένες με σπαρτιατική λιτότητα, νωχελικούς ρυθμούς και μια μάλλον συμβατική αισθητική, οι παραπάνω επισκέψεις κινδυνεύουν εντούτοις να χάσουν το ενδιαφέρον του θεατή που δεν έχει την υπομονή να περιμένει μέχρι το τελευταίο μέρος της ταινίας για να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο αυτές αναδεικνύονται ως κάτι παραπάνω από μια συλλογή ατάκτως ερριμμένων αναμνήσεων με κοινό τόπο αλλά άνιση βαρύτητα.
Στα τέλη του 2010 ο Δήμος Τρικάλων ανακοινώνει το σχέδιο αξιοποίησης του συγκροτήματος της παλιάς φυλακής, και σαν από μηχανής θεός οι εργασίες της εφορίας βυζαντινών αρχαιοτήτων φέρνουν στο φως στα θεμέλιά της ένα απρόσμενο εύρημα που όχι μόνο θα ανατρέψει το μέλλον της ως ιστορικό μνημείο, αλλά και θα τη φέρει σε δεύτερη μοίρα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα όσα προηγήθηκαν αποκτούν νέα διάσταση, απομακρύνοντας μεν την ταινία από τον καθαρά ανθρώπινο παράγοντα του πρώτου μέρους, αλλά μετατρέποντάς την σε μια πιο υπερβατική σπουδή για την επιλεκτική μνήμη του ανθρώπινου είδους.
Σαν την εικόνα της ερευνήτριας που απομένει εξοργισμένη να σκαλίζει στα χαλάσματα της φυλακής για να ανασύρει τα λιγοστά απομεινάρια από τα υπάρχοντα των παλιών της ενοίκων, οι μαρτυρίες της ταινίας είναι ίσως όλα όσα θα απομείνουν από το παρελθόν της φυλακής, το οποίο θα παραμεριστεί για χάρη μιας «τουριστικά» περισσότερο αποδεκτής ιστορικής κληρονομιάς. Ενα σύμπτωμα ενδεικτικό μιας νοοτροπίας που βιάζεται να «σβήσει» ό,τι δεν συμβαδίζει με την εικόνα της ένδοξης ελληνικής ιστορίας.
Ο «Σιωπηλός Μάρτυρας» θα προβληθεί το Σάββατο 28 και την Κυριακή 29 Ιανουαρίου στον κινηματογράφο Δαναό. Στις 28 Ιανουαρίου θα συνομιλήσουν με το κοινό οι Αντώνης Λιάκος - Ιστορικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ορέστης Ανδρεαδάκης - Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στις 29 Ιανουαρίου η Δήμητρα Λαμπροπούλου - Ιστορικός, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Τάσης Παπαϊωάννου - Αρχιτέκτων, Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.