Σε μια αυτοσχέδια πέτρινη αποβάθρα, μερικοί άντρες έχουν προσηλώσει το βλέμμα σε ένα αγκυροβολημένο καράβι στα ανοιχτά. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο νεώτερος ανάμεσά τους φεύγει για να επιστρέψει στη δουλειά του. Είναι νιόφερτος στο παράκτιο χωριό και εργάζεται ως οικονόμος στο τοπικό πανδοχείο και το καφενείο. Ένας διαπεραστικός βόμβος σείει κάθε τόσο την περιοχή, φωτιές ξεσπούν σε διάφορα σημεία, κάτοικοι αγνοούνται στα γύρω δάση. Άκαρπες μένουν οι έρευνες που διεξάγει γύρω από τα παράξενα συμβάντα ο ιδιοκτήτης χαμάμ, εντολοδόχος του μουχτάρη, ο οποίος ετοιμάζει την κουστωδία του για την επίσκεψη του «αρχηγού».
Oλοι πλέον πιστεύουν πως έρχεται η ώρα της κρίσης. Και πως ο νιόφερτος άντρας κάτι ξέρει, κι ας το παίζει χαμένος μέσα στον στρόβιλο του μυστηρίου. Το οποίο ολοένα και πυκνώνει με τον φόνο ενός μούτσου από τον τοπικό αστυνόμο, σύντροφο μιας νοσοκόμας που ποθεί κρυφά ο ασθενικός ξένος, με την εμφάνιση στην ακτή του παροπλισμένου ασυρματιστή του πλοίου, που άκουγε πλέον μόνον τη μελωδία του «Αργοσβήνεις μόνη» του Τσιτσάνη στα αμπάρια, και με κάποια αιφνίδια συμβάντα συζυγοκτονίας στο χωριό.
Το τί εξυπηρετούν τα παραπάνω στην ελληνοτουρκικής σύμπραξης (επαν-) άσκηση ύφους του Ταϊφούν Πιρσελίμογλου («Η Περούκα») , άντε να εντοπίσεις με ακρίβεια. Αν το χωριό κατοπτρίζει το τυπικό δείγμα μιας κοινωνίας εγκλωβισμένης σε έναν απολυταρχισμό λογοκρισίας και απαγορεύσεων, και συνάμα το τελευταίο οχυρό αντίστασης σε αυτόν, τότε τι εκπροσωπεί ο ξένος με το άγνωστο σημάδι στην πλάτη; Τον εν αγνοία του Μεσσία που έφθασε για την «κάθαρση»; Ή κάποιον ταλαίπωρο πρώην παρία που δεν μπορεί πλέον να αναγνωρίσει την πατρίδα του; Μήπως το «τσιτσανικό» πλοίο στ’ ανοιχτά υποδηλώνει την Ευρώπη απέναντι, άρα την ύστατη ελπίδα εξόδου της δίχως συντροφιά «μαυρομάτας» από τον απομονωτισμό; Ή να είναι απλά ένας έξωθεν τοποτηρητής που φροντίζει ώστε τα πάντα να μένουν σε απόσταση ασφαλείας, στη (φλεγόμενη) θέση τους;
Oλα παίζουν σε τούτη την α-χρονική, α-χωρική, χωρίς ονόματα και ετικέτες ασπρόμαυρη αλληγορία. Μαζί, παίζουν οι καθηλωμένων εκφράσεων μουσικοί μπάντας του Ρόι Άντερσον, οι βαλιτσοφόροι πλανόδιοι του μινιμαλιστή Καουρισμάκι, οι αγγελοπουλικές αποβάθρες και καφενέδες (καθόλου τυχαία, την έξοχη φωτογραφία διευθύνει ο Ανδρέας Σινάνος), οι σειρήνες –ηχητικές και θαλάσσιες- του Μπέλα Ταρ. Ακόμα, κάτι από τον «Ταχυδρόμο» που χτυπάει πάντα δυο φορές, το «Φάρεναϊτ 451», τη «Συνομιλία» του Κόπολα. Η αναφορικότητα πάλλεται, άλλωστε ο δημιουργός την προαναγγέλλει πριν τους αρχικούς τίτλους: η ταινία αφιερώνεται στον σπουδαιότερο σινεφίλ της Τουρκίας, τον αείμνηστο Μιτχάτ Αλάμ, πρώην επιχειρηματία που διέπρεψε ως θεωρητικός του κινηματογράφου και εκσυγχρόνισε την κινηματογραφική παιδεία στη χώρα του στα χρόνια του ’80 και του ’90.
Χωράνε, όμως, όλα αυτά στο «Πεζοδρόμιο» (ο μεταφρασμένος τίτλος) των μοναχικών και των αποκλήρων που θέλει να μικρογραφήσει ο Πιρσελίμογλου; Νομίζουμε πως όχι, κι ας μας άφησαν άναυδους οι ρευστές μέσα στην αυστηρότητά τους εικόνες του, κι ας μας κατέπληξε η αρμονία που συντηρεί ανάμεσα στο ζοφερό και το ιλαρό. Καθώς, όσο απλώνεται το πλέγμα των στιλιζαρισμένων σινεφίλ αναφορών, τόσο πιο έντονα νιώθεις πως αυτές επιστρατεύονται για να καλύψουν την απροσδιοριστία των αναγωγών. Να σκεπάσουν την ασάφεια μιας παραβολής τόσο επίμονα ελλειπτικής, που παραμένει εν τέλει ένας γρίφος. Μα, αν θα θέλαμε να χασομερήσουμε λύνοντας σταυρόλεξα, δε θα καθόμασταν καλύτερα σπίτια μας;