Το «Αναζητώντας τη Χρυσούλα Ροδάκη» είναι ένα πολύ τρυφερό κατασκεύασμα. Ο σκηνοθέτης του πιστεύει ακράδαντα πως οι γειτονικοί λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας στον πυρήνα τους δεν έχουν τίποτα ναχωρίσουν. Είναι αλήθεια πως όλοι τεμνόμαστε σε τρία σημεία: από κάπου ερχόμαστε, κάπου πηγαίνουμε και κάτι έχουμε χάσει.
Στο πρόσφατο παρελθόν τους, οι δύο αυτοί λαοί έχουν χάσει παρόμοια πράγματα: το σπίτι τους, τις ρίζες τους και μοιραία το παρελθόν τους. Σε μία σύντομη προσπάθεια, ο Κερέμ Σογιουλμάζ αποπειράται να καλύψει ένα αγεφύρωτο χάσμα, δηλώνοντας πως οι καθημερινοί άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Θυμίζει σε αυτό τον Αρά Γκιουλέρ, ο οποίος έλεγε πως Ελληνες και Τούρκοι είναι ίδιοι, γιατί «μιλάνε με τα μάτια». Καταφέρνει να σκεπάσει όλο το ντοκιμαντέρ του με ένα ζεστό, οικογενειακό φίλτρο. Υπάρχει κάτι το οικείο στα πλάνα του χωριού του, τα οποία συνηγορούν και στην πεποίθησή του πως οι δύο λαοί τέμνονται σε πολλά σημεία.
Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα θέμα δύσκολο, με ένα θέμα που ακόμη πονάει, αλλά κυρίως ένα θέμα παντοτινά επίκαιρο, γιατί ο ξεριζωμός με όλες του τις εκφάνσεις αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι της ανθρώπινης περιπέτειας. Ο Κερέμ Σογιουλμάζ ακολουθεί την ιστορία της 18χρονης Χρυσούλας Ροδάκη, η οποία ένωσε δύο οικογένειες Ελλήνων και Τούρκων. Πέθανε σε ηλικία 18 ετών από μια άγνωστη ασθένεια και θάφτηκε στο οικογενειακό σπίτι του σκηνοθέτη στο Καρακευκόι της Τουρκίας το 1887. Μετά την τυχαία ανακάλυψη της ταφόπλακας της Χρυσούλας, ο σκηνοθέτης ξεκίνησε ένα ταξίδι αναζήτησης της οικογένειάς της. Μοιραία, ακολούθησε και ο ίδιος πορεία αντίστοιχη με την οικογένεια της Χρυσούλας, η οποία τον οδήγησε στη Βόρεια Ελλάδα.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η νέα Τουρκική δημοκρατία και η Ελλάδα υπέγραψαν τη Σύμβαση της Λωζάνης. Και οι δυο χώρες ήθελαν να σχηματίσουν ομοιογενείςκοινωνίες - μια εθνικότητα, μια ταυτότητα και μια θρησκεία υπό μια σημαία. Οι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και οι χριστιανοί εγκατέλειψαν την Τουρκία. Πάνω από 1.6 εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους, αφήνοντας τα πάντα πίσω.
Σε διηγήσεις λίγο πολύ γνωστές σε όλους, στον κινηματογράφο, στη λαϊκή μουσική, αλλά κυρίως στα παλιά πετρόχτιστα σπίτια στα χωριά δια στόματος κάποιας γιαγιάς, όλοι φύγανε ανεπιθύμητοι από την παλιά πατρίδα τους και φτάσανε πρόσφυγες στην καινούρια. Στα παιδιά τους δεν άφησαν τίποτε χειροπιαστό ως κληρονομιά. Οι περισσότεροι παράτησαν όλα τους τα υπάρχοντα στην παλιά τους πατρίδα. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους κληρονόμησαν μόνο το τραύμα της μνήμης του ξεριζωμού.
Οπως παρακολουθούμε στο ντοκιμαντέρ, κάποιοι έθαψαν τις λίρες τους και τα χρυσαφικά τους, με την ελπίδα να έρθουν να τα βρουν είκοσι χρόνια αργότερα. Οι περισσότεροι δυστυχώς δεν κατάφεραν να επιστρέψουν ποτέ. Πολλοί χρυσοθήρες για χρόνια έψαχναν χρυσό στα σπίτια των Ελλήνων, εκμεταλλευόμενοι τον ξεριζωμό, σαν τους αρχαιοκάπηλους από την πρόσφατη «Χίμαιρα» της Αλίτσε Ρορβάχερ. Το συνταρακτικό είναι πως στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για ταινία μυθοπλασίας, αλλά για ντοκιμαντέρ.
Η έρευνα του σκηνοθέτη τον οδηγεί, μετά από χρόνια, σε ελληνικό έδαφος, όπου καταφέρνει να εντοπίσει την οικογένεια της Χρυσούλας Ροδάκη και να δώσει με τον τρόπο αυτό ένα τέλος σε μια ιστορία 135 ετών. Στο ντοκιμαντέρ αφήνεται να εννοηθεί πως μέλη της οικογένειάς του έβλεπαν φαντάσματα από ανήσυχα πνεύματα, σαν ποίημα του Ρίτσου (δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους…) Είναι αλήθεια πως σε μέρη με τραυματικό παρελθόν τριγυρνάνε πολλά φαντάσματα, τα οποία δεν επιτρέπουν στον κόσμο να ξεχάσει τι συνέβη. Είναι ίσως ο τρόπος του μύθου να εισχωρήσει στη συλλογική μνήμη.
Ο τάφος της Χρυσούλας είναι ανοιχτός για επίσκεψη από το κοινό στο Μουσείο Ανταλλαγής Πληθυσμών Τσατάλτζα, σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από το κέντρο της Κωνσταντινούπολης.