To «Ποτέ δεν είναι αργά, κύριε Καθηγητά» ξεκινά με την διάγνωση του Ρίτσαρντ, το ίδιο απότομα όπως την μαθαίνει και ο ίδιος. Πάσχοντας από καρκίνο, ο «κύριος καθηγητής» του τίτλου έχει μόλις μερικούς μήνες ζωής για να βάλει τη ζωή του σε τάξη λίγο πριν το αναπόφευκτο τέλος. Πρώτη αντίδραση; Να αρχίσει να βρίζει σε κάθε πιθανό σημείο: στους διαδρόμους του πανεπιστημίου όπου διδάσκει, στα γρασίδια, μέσα στη λίμνη του προαυλίου. Ολα είναι ένα μόνιμο, ηχηρό «Γαμώ το».
Αυτή ίσως είναι και η πιο αληθινή στιγμή της ταινίας, μια αποτύπωση του πόνου που γίνεται κατανοητή χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε υπερβολές και θεατρινισμούς. Μόνο που ο Γουέιν Ρόμπερτς, στην πρώτη του ουσιαστικά μεγάλη κινηματογραφική δουλειά έπειτα από το ανεξάρτητο ντεμπούτο του «Katie Says Goodbye» (παρατηρείτε ένα μοτίβο ανάμεσα στους δύο αγγλικούς τίτλους της φιλμογραφίας του; ) γρήγορα αποφασίζει να βολευτεί σε μία απατηλή «αιχμηρή» ατμόσφαιρα, γεμάτη κοινοτυπίες και αταίριαστα ασφαλή προσέγγιση, που ακολουθεί ευλαβικά αλλά ανιαρά όλα τα στάδια μιας αναμενόμενης πορείας προς τη συμφιλίωση με το θάνατο.
Γιατί φυσικά και ο Ρίτσαρντ του Τζόνι Ντεπ πρόκειται να εγκαταλείψει τα προσχήματα και τις ψευδείς ευγένειες. Προφανώς και πρόκειται να υποπέσει σε κάθε λογής αμαρτία και να σπάσει κάθε κοινωνική σύμβαση. Ασφαλώς και πρόκειται να σταματήσει να σκέφτεται τι είναι πρέπον και να αρχίσει να ξεστομίζει κάθε αλήθεια και προσβολή που του έρχεται στο μυαλό. Και, απόλυτα αναμενόμενα, όλα αυτά πρόκειται να διδάξουν στον περίγυρό του ένα ηχηρό μάθημα ζωής, το πιο σημαντικό ολόκληρης της ακαδημαϊκής καριέρας του.
Τα «Μην υποκύπτετε στην μετριότητα όπως το υπόλοιπο 98% του κόσμου», «Αρπάξτε τον έλεγχο της ύπαρξής σας» και «Κάθε στιγμή συνθέτουμε τις ιστορίες της ζωής μας» είναι μόνο μερικά από τα μαθήματα του Ρίτσαρντ, τσιτάτα που φαινομενικά αποκαλύπτουν κάποια μεγάλη αλήθεια της ζωής αλλά ουσιαστικά προδίδουν την γενικότητα και την ασφάλεια του σεναρίου, το οποίο – σε αντίθεση με αυτό που θα ήθελε ενδεχομένως ο πρωταγωνιστής του – δεν παίρνει ποτέ κάποιο πραγματικά μεγάλο ρίσκο.
Γιατί όλη η υπαρξιακή ματαιότητα και ο ακαδημαϊκός ρομαντισμός (που αποκαλύπτουν και έναν όχι και τόσο κρυφό θαυμασμό προς τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών»), όλη η αφηγηματική μελαγχολία και οι αντιφάσεις ανάμεσα στα σκληρά λόγια και την εύθραυστη πραγματικότητα, όλη η ελευθερία της σκέψης και η ειρωνική της δέσμευση από την οριστικότητα του θανάτου είναι αφηγηματικές τις οποίες ο Ρόμπερτς αρνείται να εμποτίσει με την προσωπική του φωνή, παρουσιάζοντας τελικά μια οικεία ιστορία που μπορεί να επικοινωνήσει μεν με τον θεατή αλλά στερείται ουσιαστικού βάθους και μοναδικότητας.
Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, το «Ποτέ δεν είναι αργά, κύριε Καθηγητά» δείχνει να υποτιμά σχεδόν κάθε περιφερειακό χαρακτήρα, είτε πρόκειται για την μονοδιάστατη μορφή της κόρης του Ρίτσαρντ, είτε για την ανεκμετάλλευτη σύζυγο της Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ, είτε για την συμπαθή (αλλά χωρίς σαφή χαρακτήρα) φοιτήτρια της Ζό Ντόιτς, η οποία είναι και από τα ελάχιστα άτομα που μαθαίνουν από νωρίς την αλήθεια του τέλους του Ρίτσαρντ.
Μέσα σε όλα αυτά, ο Τζόνι Ντεπ είναι επαρκής, ερμηνεύοντας τον Ρίτσαρντ με τη σιγουριά που του προσφέρει η εμπειρία του, τόσο ως ηθοποιός αλλά ως κάποιος που βίωσε και ο ίδιος κάποιου είδους υπαρξιακή κρίση. Κατά στιγμές, είναι σαν ο Ντεπ να εκφέρει και το δικό του προσωπικό «fuck you» απέναντι στο σύστημα, απέναντι στις συμβάσεις και απέναντι σε όλα τα σχόλια που περιοδικά χαρακτήρισαν την περσόνα του. Δεν είναι ακριβώς σίγουρο ότι αυτό βοηθάει τελικά στην δημιουργία συμπόνιας απέναντι στον χαρακτήρα, προσφέρει όμως ένα δεύτερο, ίσως και πιο ενδιαφέρον, επίπεδο ανάγνωσης της ταινίας, μάλλον εν αγνοία των ίδιων την δημιουργών της.
Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι, στο τέλος, αυτό που μένει είναι απλά μια γλυκανάλατη αφήγηση που επιχειρεί να βρει αισιοδοξία και δύναμη σε φαινομενικά αντίξοες καταστάσεις, μόνο δεν καταφέρνει να ανάγει την ιστορία της σε κάτι ικανό να εμπνεύσει την δύναμη για την ζωή και την αυθάδεια απέναντι σε όλα όσα την περιορίζουν. Σε αντίθεση με τον Ρίτσαρντ (ο οποίος στην τελευταία σκηνή αποφασίζει για μια τελευταία φορά να σπάσει τις οδικές συμβάσεις), το «Ποτέ δεν είναι αργά, κύριε Καθηγητά» ακολουθεί απλά τον στρωτό, εύκολο δρόμο.