«Οταν ο λαός δεν έχει τίποτα να φάει, θα φάει τους πλούσιους» είχε πει ο Διαφωτιστής φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσώ, ένα σύνθημα που φαίνεται πως αντηχεί, ολοένα και πιο δυνατά, και στις μέρες μας, καθώς το χάσμα αυτό μεταξύ των φτωχών και του ζάμπλουτου 1% του πληθυσμού της Γης γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Κι αυτή την φράση είναι που ασπάζεται και ο Ισπανός σκηνοθέτης Γκάλντερ Γκαστέλου-Ουρούτια για τις ταινίες του, πρώτα με το πολυσυζητημένο «The Platform» του Netflix, αλλά και τώρα με το «Rich Flu: Ωρα Μηδέν», καθώς δεν σταματά να τον κεντρίζει ολοένα και περισσότερο η ταξική αυτή αδικία που υπάρχει στον κόσμο, θέτοντας το ερώτημα αν ο πλούτος είναι αυτό που μας εξασφαλίζει ασφάλεια, τι συμβαίνει όταν γίνεται πηγή κινδύνου;
Μια περίεργη και απροσδόκητη ασθένεια αφαιρεί τις ζωές των πλουσιότερων και με τη μεγαλύτερη επιρροή ανθρώπων στον πλανήτη. Πρώτα πεθαίνουν οι εκατομμυριούχοι και ούτω καθεξής προοδευτικά. Η πανδημία απειλεί να φτάσει στους κατόχους κάθε είδους περιουσίας. Κανείς δεν ξέρει πού είναι το όριο. Στην αρχή, οι μάζες αδιαφορούν για την εξαφάνιση των μεγάλων περιουσιών αλλά, καθώς η πτώση των οικονομικών τους αυτοκρατοριών επηρεάζει το χρηματιστήριο, την απασχόληση και την οικονομική σταθερότητα, το χάος καταλαμβάνει σταδιακά τον Πρώτο Κόσμο. Την ίδια στιγμή, η ζωή της Λόρα αρχίζει να βελτιώνεται. Ολα τα όνειρά της για κοινωνική επιτυχία γίνονται πραγματικότητα: να γίνει δεκτή στους πιο ελίτ κύκλους, να πάει την κόρη της σε ιδιωτικό σχολείο και να μην ανησυχεί για το πόσα πρέπει να πληρώσει. Πλέον, μπορεί να αποφασίσει για τη ζωή της χωρίς φόβο για το μέλλον. Ή μήπως όχι...
Κάπου μέσα σε όλο αυτό υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα καθώς ο Γκαστέλου-Ουρούτια προσπαθεί να μετατρέψει ένα φαινομενικά απλοϊκό θρίλερ σε μια πιο φιλοσοφική εξερεύνηση του πλούτου, της ηθικής και της κοινωνικής δομής. Το πρώτο μισό της ταινίας είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζει την έννοια του πλούτου όχι απλώς ως μια οικονομική πραγματικότητα, αλλά ως έναν κοινωνικό ιό, κάτι που ορίζεται από τη δύναμη που του δίνουμε ως κοινωνία, με τον Γκαστέλου-Ουρούτια να προσπαθεί να εξετάσει τι συμβαίνει όταν το απόλυτο σύμβολο δύναμης μετατρέπεται σε απειλή, αλλά το προσεγγίζει αρκετά επιδερμικά.
Σε αντίθεση με το «The Platform», που είχε έναν πιο βίαιο και ωμό ρυθμό, το «Rich Flu: Ωρα Μηδέν» επιλέγει μια πιο αργή πλοκή που θέλει να συρθεί ύπουλα κάτω από το δέρμα σου να σε κάνει να ανατριχιάσεις. Ομως, αν και στην αρχή σε κάνει να νιώθεις αυτή την άβολη αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει χωρίς να καταλαβαίνεις το τι και το γιατί, κάτι που μπορεί να λειτουργεί αρκετά καλά για την οικοδόμηση της έντασης, αρχίζει από ένα σημείο και μετά όμως να κουράζει, δείχνοντας κάπως αμήχανη πάνω στη δραματουργία της.
Κάποιες στιγμές μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στη σάτιρα και το ψυχολογικό δράμα, χωρίς να αποφασίζει τι θέλει να είναι. Και αυτό φαίνεται αρκετά από το δεύτερο μισό και μετά, όπου από μια ταινία που θυμίζει έντονα το «Contagion» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, μετατρέπεται σε μια ταινία για το... μεταναστευτικό (;) χωρίς καμία λογική σύνδεση, με αποτέλεσμα να παίζει σε δυο ταχύτητες, χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πού θέλει να καταλήξει, χάνοντας στην πορεία τον προσανατολισμό της.
Ο πλούτος ως «ασθένεια» και το τέλος της καπιταλιστικής φαντασίωσης θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον concept αν ο Γκαστέλου-Ουρούτια επικεντρώνονταν μόνο εκεί. Αντ' αυτού το «Rich Flu: Ωρα Μηδέν» ξεκινά ως μια αρκετά υποσχόμενη ταινία, αλλά γρήγορα μετατρέπεται από μια ατμοσφαιρική και ανατριχιαστική ιδέα, σε κάτι που δεν φαίνεται να έχει συνοχή. Με τα κοινωνικά μηνύματα να είναι σαφή, χωρίς όμως το βάθος που θα μπορούσαν να φτάσουν, σε αφήνει στο τέλος μουδιασμένο, όχι με το δυσοίωνο φινάλε του, αλλά κυρίως γιατί είναι μια ακόμα first world problem ταινία.