Η 35άρα Σάντρα, πρώην μις Πα-Ντε-Καλέ, επιστρέφει στη γενέτειρά της μετά από 15 χρόνια απουσίας. Εγκαθίσταται διστακτικά σ’ της μητέρας της, ένα μικρό λουόμενο στα περίχωρα, και ανίκανη να βρει δουλειά με τα ντεμί προσόντα της κομμώτριας, αρχίζει να εργάζεται στο τοπικό κονσερβοποιείο ψαριών.

Όπου, στη διάρκεια μιας βραδινής βάρδιας με άλλες δύο συναδέλφους, παρενοχλείται από τον γλοιώδη εργοδηγό και τον τραυματίζει. Μάρτυρες του περιστατικού, οι δύο εργάτριες ετοιμάζονται να καλέσουν ασθενοφόρο, ώσπου ανακαλύπτουν ότι ο σάκος του είναι γεμάτος λεφτά. Κι όταν εκείνος πέφτει και τσακίζεται θανάσιμα ενώ προσπαθεί να το σκάσει, οι τρεις γυναίκες συμφωνούν, αντί να απευθυνθούν στις Αρχές, να κρατήσουν το χρήμα και να ξεφορτωθούν το πτώμα.

Το οποίο πτώμα θα διαμοιράσουν τελικά σε… κονσέρβες και θα στείλουν πακέτο στην αποθήκη των ληγμένων, αλλά θα πρέπει να ξανακλέψουν όταν αυτό καταλήγει σε παράρτημα της κοινωνικής πρόνοιας. Στο μεταξύ, στα χνάρια τους βρίσκεται ο ιδιοκτήτης της κονσερβοποιίας, που είχε βοηθό του τον μακαρίτη σε συναλλαγές με Βέλγους μεγαλέμπορους κοκαϊνης.

Μια έκπτωτη νικήτρια καλλιστείων που ξέμεινε από πόρους και συντροφιά, μια ανύπαντρη μητέρα που μεγαλώνει μόνη τον ανήλικο γιο της, και μια μεσήλικας που μοχθεί να στηρίξει το σπιτικό της –άνεργος σύζυγος, δυο παιδιά- βρίσκουν τη… μακάβρια ευκαιρία να συμμαχήσουν ενάντια στην ανδροκρατία. Η εν τη ενώσει θηλυκή ισχύς κόντρα στη συντήρηση, στην χωρίς ημερομηνία λήξης «κονσέρβα» της αρσενικής εξουσίας που διαιωνίζεται στον Γαλλικό Βορρά.

Ο οποίος, σε τούτη την πρώτη σόλο σκηνοθετική δουλειά του σεναριογράφου Αλάν Μοντί («Ares: Κίνδυνος στο Παρίσι»), δεν αργεί να μετατραπεί σε Άγρια Δύση, κομπλέ με τις καραμπίνες και τα… φτυάρια που επιδέξια κραδαίνουν οι «επαναστάτριες» του Καλέ, το τιμόνι του αυτοκινήτου που μια χαρά υποκαθιστά το αλογίσιο χαλινάρι και την αλά Μορικόνε μουσική του Λουντοβίκ –«The Artist»- Μπουρς που δίνει τον «σπαγκέτι» καουμπόικο τόνο, κυρίως στην αναμέτρηση του φινάλε.

Κάτι από γουέστερν μοντέρνο, ολίγη από μπουρλέσκο, άλλο τόσο μαύρη κωμωδία, και μια ιδέα gore (και μάλιστα γραφικότατο), όλα στη βάση μιας εμπρόθετα καρικατουρίστικης ιστορίας φεμινιστικής αφύπνισης. Είδη που ο Μοντί μπορεί να ανακατεύει ενίοτε σπασμωδικά και φασαριόζικα, και σίγουρα όχι με τη ρευστότητα και την ψυχραιμία των αδελφών Κοέν, ας πούμε, για να θυμηθούμε δημιουργούς που έχουν κατ’ επανάληψη πραγματευτεί το γυναικείο δαιμόνιο σε κωμοπόλεις μάτσο ηλιθίων, πάντως με οξεία αίσθηση των χώρων, σφιχτό αφηγηματικό ρυθμό και ενέργεια που εκπέμπεται από παντού –και κυρίως τις ορεξάτες ερμηνείες.