Τα όνειρα μεγάλων χαλυβουργιών για σχεδόν τζάμπα scrap (παλαιά μέταλλα), οι περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της Ελλάδας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, και το δυτικό όνειρο μιας στρατιάς παράνομων μεταναστών συναντιούνται σε μια σειρά παραγκουπόλεις στη σκιά του Παρθενώνα. Ποιο απ’ όλα συντρίβεται; Τρεις τσιγγάνοι απ’ την Αλβανία, δύο Ινδοί, ένας Τούρκος κι ένας μόνο Ελληνας, ανάμεσά τους κι ένα παιδί, δείγμα μόνο της απέραντης στρατιάς των ντεσπεράντος που ανακυκλώνουν τα μέταλλα μιας ολόκληρης χώρας, είναι οι ήρωες της «Πρώτης Υλης», πρωτόγονοι τροφοσυλλέκτες στην καρδιά μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.

Πριν μερικά χρόνια, οι ήρωες της «Πρώτης Υλης» θα ήταν απλά οι πρωταγωνιστές ενός ντοκιμαντέρ που θα κατέγραφε το «μεροκάματο» μιας χούφτας ανθρώπων που αλωνίζουν καθημερινά την Αθήνα προκειμένου να συλλέξουν σιδερικά και άλλα άχρηστα αντικείμενα από τα σκουπίδια ανταλλάσοντας το βάρος τους για μερικά λεπτά του ευρώ. Ηρωες τελικά μιας «άγνωστης» καθημερινότητας που θα προκαλούσε έκπληξη στον ανυποψίαστο θεατή για όσα συμβαίνουν τόσο κοντά, αλλά τόσο μακριά του.

Σήμερα, οι πρωταγωνιστές της «Πρώτης Υλης» βρίσκονται παντού γύρω μας, ζωντανοί χαρτογράφοι μιας πόλης που έχει ξεμείνει από πρώτες ύλες, αναζητώντας προμήθειες στους κάδους των σκουπιδιών και τις χωματερές βιώνοντας καθημερινά έναν κύκλο ζωής γραμμένο από τα απομεινάρια της κατανάλωσης. Πιο τραγικοί ήρωες από ποτέ μιας «κρίσης» που τους εγκλωβίζει στα γρανάζια της, ανακηρύσσοντας τους στους θεμελιώδεις λίθους μιας νέας αλλά ήδη από την αρχή προβληματικής οικονομίας.

Δεν είναι τυχαίο, ότι ο Χρήστος Καρακέπελης ακολουθεί τις διαδρομές των ηρώων του σχεδόν σωματικά, σαν να βρίσκεται και ο ίδιος μαζί με την κάμερα του «κυνηγός» στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Οπως δεν είναι τυχαίο ότι πολύ γρήγορα καταλαβαίνεις πως το πραγματικό θέμα του ντοκιμαντέρ του δεν είναι η «ανακύκλωση» των σιδερικών και το φαινόμενο μιας παραοικονομίας που ανθεί εις βάρος των «παλιατζήδων».

Η πραγματική «Πρώτη Υλη» για τον Χρήστο Καρακέπελη (έναν ακραιφνώς ανθρωποκεντρικό δημιουργό του σινεμά τεκμηρίωσης, όπως είχε ήδη προδώσει το «Σπίτι του Κάιν» του 2000) είναι οι ίδιοι οι «παλιατζήδες». Ανθρωποι που πριν από τα σίδερα που πουλάνε καθημερινά στις χαλυβουργίες, έχουν πουλήσει τα όνειρα τους για μια καλύτερη ζωή, ζώντας κάτω από το επίπεδο της φτώχειας σε αυτοσχέδιες παραγκουπόλεις, όχι πολύ μακριά από τις ευημερεύουσες συνοικίες της Αθήνας.

Αγρυπνοι φρουροί μιας πόλης που έχει ερημώσει, δουλεύουν μέρα και νύχτα υπηρετώντας μια ολόκληρη βιομηχανία, παίρνοντας από τα τεράστια κέρδη που αυτή αποκομίζει ούτε τα βασικά, θύματα ενός συστήματος που τους έχει τοποθετήσει στη βάση μιας πυραμίδας που στην κορυφή της αναπαράγει με αδιάκοπους ρυθμούς την ανομία, την παραβίαση κάθε περιβαλλοντικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης καταναλώνοντας με ασυδοσία από την αρχή τα υλικά που σε λίγο καιρό θα καταλήξουν και πάλι στα σκουπίδια.

Με μια διάχυτη αλλά και σε στιγμές υπερβάλλουσα μελαγχολία (υπάρχουν στιγμές που ο Καρακέπελης παρασύρεται υπερβολικά από τις εικόνες του, αφαιρώντας από το ρυθμό της ταινίας), η «Πρώτη Υλη» μοιάζει περισσότερο με μια περιπλάνηση θανάτου σε έναν τόπο αφανισμένο λες από μια πυρηνική καταστροφή, ποτισμένο από στάχτες, λιωμένο μέταλλο και χαμένα όνειρα. Αλλοτε γεμάτες ποίηση και άλλοτε ισοπεδωμένες από το βαρύ βιομηχανικό θόρυβο των εργοστασίων, οι αφηγήσεις των ηρώων της ακούγονται σαν τις βαρυσήμαντες μαρτυρίες ανθρώπων που σώθηκαν από την «αποκάλυψη», αλλά όχι και από την καταστροφή.

Λίγο πριν το τέλος, είσαι σίγουρος πλέον πως η «Πρώτη Υλη» δεν είναι μόνο ένα ντοκιμαντέρ που ξέρει ακριβώς για τι πράγμα μιλάει και πως ακριβώς πρέπει να το πει, αλλά πως αυτό που εκτυλίσσεται με βασανιστικό τρόπο μπροστά στα μάτια σου δεν είναι παρά το πορτρέτο μιας Ελλάδας που συνεχίζει να τρέφεται από την ίδια της την ασυγχώρητη ολιγωρία απέναντι σε ό,τι την κάνει να μην έχει εξαφανιστεί ακόμη από τον χάρτη: την αθεράπευτη, δηλαδή, ελπίδα όλων αυτών των ανθρώπων πως κάπου ανάμεσα στα σκουπίδια ίσως να κρύβεται ένας θησαυρός.