Το 1948, στο κέντρο του εμφυλίου, στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε ο Αμερικανός δημοσιογράφος του CBS, Τζορτζ Γουόσινγκτον Πολκ, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα για να καλύψει τον εμφύλιο, με κείμενα επικριτικά και για τις δυο πλευρές, αλλά και για την ανάμειξη της Αμερικής. Ανάμεσα στα μυστηριώδη της δολοφονίας του, το στοιχείο στην αστυνομική αναφορά: λίγο πριν πεθάνει, ο Πολκ είχε γευματίσει με αστακό και μπιζέλια. Μετά πυροβολήθηκε εξ επαφής στο σβέρκο και πετάχτηκε στον Θερμαϊκό.
Αυτή την ισχνή ιστορία με τις τεράστιες προεκτάσεις παίρνουν ως αφορμή οι Νικολόπουλος και Νικολούζος και στήνουν έναν αφαιρετικό υπαρξιακό συλλογισμό με έμφαση στη φόρμα, στην εικόνα και στην εγκεφαλική της ερμηνεία.
Η ταινία ξεκίνησε ως μικρού μήκους (προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας) και, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε για να φτάσει τα 72 λεπτά. Μια σειρά από σταθερά πλάνα, εσωτερικών χώρων, ανθρώπων σε διαλόγους ή μονολόγους, αστικά και υπαίθρια τοπία, σαν tableaux vivants, υπαινίσσονται τα γεγονότα και επενδύουν στο χτίσιμο μιας αίσθησης απορίας και αγωνίας, ενός ανθρώπου που, γνωρίζοντας το ρίσκο των πράξεών του, είναι ήδη νεκρός πριν δολοφονηθεί. Ο Θανάσης Γεωργίου κρατά, σιωπηλά κι επιβλητικά, τον κεντρικό ρόλο.
Εικόνες αισθητικής τελειότητας, εξαιρετικά φωτισμένες, διακόπτονται από παύσεις, διάλογοι επαναλαμβάνονται εντείνοντας το συμβολικό τους νόημα, η κάμερα κινείται μόνο όταν παρατηρεί τον Πολκ, ήδη νεκρό, μουλιασμένο στο νερό του τάφου του, να τρώει το τελευταίο του γεύμα, με συνείδηση του κοντινού του μέλλοντος/πρόσφατου παρελθόντος. Είναι γεγονός ότι για να σταθεί μια ταινία τόσο φορμαλιστική στην κινηματογραφική αίθουσα, πρέπει να έχει κατακτήσει, εκτός από ένα απλόχερο budget, μια τέλεια σεναριακή δομή και μια πυκνότητα που να μην αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της ελλειπτικότητάς της. Ωστόσο, στην πρώτη τους ταινία, ο Νικολόπουλος κι ο Νικολούζος πετυχαίνουν ένα προκλητικό εικαστικό πείραμα, ένα φιλμ έτοιμο να γαργαλήσει τα μάτια και τη σκέψη, μια υπόσχεση μεταμοντέρνων αξιώσεων.