Η 35χρονη Ελέν ζούσε μία ευτυχισμένη ζωή στο Μπορντό, μαζί με τον σύζυγό της, Ματιέ. Μέχρι που διεγνώσθη με ιδιοπαθή κυστική ίνωση κι οι πνεύμονές της άρχισαν να καταρρέουν. Δεν μπορεί να αναπνεύσει. Κυριολεκτικά, αλλά κι όχι μόνο: όλοι γύρω της (η μητέρα, οι φίλοι, αλλά ιδιαίτερα ο υπερπροστατευτικός σύντροφός της) την πνίγουν. Με την φροντίδα, την περιρρέουσα θλίψη, την αμηχανία, την αδυναμία να την αντιμετωπίσουν με μια κανονικότητα. Οπως παλιά. Ομως, το «παλιά» δεν υπάρχει πια - και δε θα ξανάρθει ποτέ. Ακόμα κι αν η γιατρός της αφήνει ένα 50% παραθυράκι να της χαρίσει ζωή μία μεταμόσχευση. Η ελπίδα πριζώνει τον Ματιέ σε μία πιεστική για την Ελέν αισιοδοξία. Εκείνη το νιώθει: δεν έχει πολύ χρόνο. Αναζητώντας στο Ιντερνετ αρρώστους σε παρόμοιο στάδιο με την ίδια, πέφτει πάνω στο blog του Νορβηγού Μπερτ. Με χιούμορ, ελάχιστα λόγια και πολλές φωτογραφίες, ο Μπερτ κρατά το ημερολόγιο του καρκίνου του. Και κάπως έτσι η Ελέν αποφασίζει τι θέλει να κάνει: να ταξιδέψει μόνη της σε αυτή την επαρχία της Νορβηγίας, να κολυμπήσει στη λίμνη του Μπερτ, να περιηγηθεί στα δάση. Να ψάξει ησυχία και να ακούσει τη φωνή της. Να συμφιλιωθεί με το θάνατο, ζώντας - πιο πολύ από ποτέ. Η απόφασή της κλονίζει τον Ματιέ, ο οποίος δίνει το δικό του αγώνα για να (μην) αποδεχθεί το μοιραίο.
Η Ιρανικής καταγωγής Γαλλίδα σκηνοθέτης Εμιλι Ατέφ («3 Days in Quiberon», «Molly’s Way») αγαπά πολύ τις σιωπές. Ο,τι θα έμοιαζε νεκρός χρόνος στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη, η Ατέφ το χρησιμοποιεί για εμβάθυνση, συναίσθημα, ένταση. Δεν ξέρουμε πολλά για το παρελθόν της Ελέν - οι σιωπές της όμως, έτσι όπως σκάβουν το χλωμό πρόσωπο της Κριπς και της σκοτεινιάζουν το βλέμμα, είναι εκκωφαντικές. Ετσι όπως πέφτουν πάνω στα απομακρυσμένα σώματα του ζευγαριού, λένε πολλά. Και στο δεύτερο μέρος της ταινίας, έτσι όπως τοποθετούν την ηρωίδα στην καρδιά του μεγαλείου της φύσης, σχεδόν τις ακούς. Σαν να έπρεπε να χαθεί μία γυναίκα για να βρει τον εαυτό της. Σαν να έπρεπε να χάσει την ανάσα της για να αναπνεύσει ελεύθερη.
Δεν υπάρχει μελό νόημα, ούτε φτηνή φιλοσοφική διάσταση, ούτε και κάποιο εύκολο μήνυμα στην ιστορία της Ελέν και πώς επιλέγει να την τελειώσει. Αντιθέτως μάλιστα, η Ατέφ (που συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τον Λαρς Χούμπρικ) διαχειρίζεται αριστοτεχνικά τα δύσκολα θέματα - όπως και κατά πόσο έχει δικαίωμα μία μελλοθάνατος στον εγωισμό, ακόμα κι αν αυτό την κάνει βαθιά προβληματική στους αγαπημένους της κι ίσως, οριακά, αντιπαθή. Η φιγούρα το γεροπαράξενου Μπερτ (που δεν ήταν αυτό που είχε η Ελέν στο μυαλό της, πηγαίνοντας να τον συναντήσει) συγκρούεται με κάθε τι παραδειγματικό - ένας μοναχικός άντρας, άρρωστος, σε πάλη με τους δαίμονές του. Περισσότερο ταυτιζόμαστε με τον Ματιέ, την πάλη, την άγαρμπη συντροφικότητά του, την απελπισία του όταν, μαζί με την απώλεια, πρέπει να διαχειριστεί και την απόρριψη (πόσο υποδειγματικά τον ερμηνεύει ο Γκασπάρ Ουλιέλ και πόσο ειρωνικό ότι μία ταινία με ένα τέτοιο θέμα θα ήταν η τελευταία της ζωής του - σκοτώθηκε λίγους μήνες μετά σε ατύχημα).
Καθόλου δεν ενδιαφέρεται η Ατέφ αν θα παρεξηγήσουμε την άκαμπτη στις αποφάσεις της ηρωίδα. Την καδράρει σε σφιχτά κοντινά στους κλειστούς χώρους, της επιτρέπει μία διακριτική απόσταση όταν βυθίζεται με θαλπωρή στο παγωμένο νερό, την αφομοιώνει ευεργετικά με τα βράχια, τα δάση, τα δέντρα, τον ουρανό. Η φωτογραφία του Ιβ Καπ (Holly Mottors) της χαρίζει ζεστό φως μέσα στα τελευταία της σκοτάδια.
Θα μπορούσε αυτή η αφαιρετική, υπόκωφη σκηνοθεσία κι η βραδυφλεγής αφήγηση, σε συνδυασμό με το βαρύ θέμα, να αποτελέσει πρόκληση στις αντοχές του θεατή. Εκεί όμως έρχεται το μεγάλο πυροβολικό της ταινίας να γεμίσει την οθόνη με μία αβρή μελαγχολία, μία υπόγεια ένταση, μία υπνωτική γοητεία. Η Βίκι Κριπς είναι από τους ηθοποιούς που, μοιάζει να μην κάνει τίποτα, αλλά εσύ δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της. Διάφανο δέρμα που επιτρέπει να κοιτάξεις πίσω από την επιφάνεια, μάτια που τρέχουν ανήσυχα στο περιβάλλον, φωνή που εκφέρει μαλακά, αλλά καθόλου καθησυχαστικά τους διαλόγους της. Ο Ουλιέλ πάλλεται και εκρήγνυται κι εκεί μένει ακίνητη. Εύθραυστα αποφασισμένη. Η Κριπς δεν λυπάται την Ελέν. Κι αυτό της χαρίζει αξιοπρέπεια.
Ναι υπάρχει ένα βαρύ πένθος που στοιχειώνει την ταινία. Δεν αναπνέεις εύκολα, χρειάζεσαι κι εσύ μάσκα οξυγόνου - όπως κι η Ελέν. Για το θεατή όμως που στο σινεμά ψάχνει ανάσες κατανόησης όσων δεν αντέχονται στην πνιγερή μας πραγματικότητα, εδώ θα τις βρει. Πιο πολύ από ποτέ.