Ενας 30χρονος νεαρός άντρας βρίσκεται στην πιο ανάποδη περίοδο της ζωής του: όχι απλά χάνει το μπόνους του, αλλά επιπλέον μία μήνυση απειλεί τη δουλειά του - κι όλα αυτά την μέρα που πληροφορείται ότι πέθανε ο πατέρας του! Διστακτικά, επιστρέφει στο πατρικό του και στις αναμνήσεις ενός ψυχρού, αδιάφορου γονιού που τον πλήγωσε βαθιά με την παγερή του στάση, για αυτό και ο ίδιος ως ενήλικας τον είχε χρόνια απορρίψει. Μόνο που ο πατέρας του δεν έχει σταματήσει να τον σοκάρει και τον απογοητεύει ακόμα και μετά θάνατον: του αφήνει 150.000 δολάρια και οδηγίες να τα παραδώσει σε μία νεαρή γυναίκα και το ανήλικο αγοράκι της. Ο νεαρός ξεκινά να κατασκοπεύσει από περιέργεια την σίγουρη γκόμενα του πατέρα του και... γνωρίζει την νόθα αδελφή που αγνοούσε ότι είχε. Ιδιο αίμα, διαφορετική ανατροφή, ταυτόσημο DNA, πανομοιότυπες πληγές. Θα μπορέσουν δύο άνθρωποι που συστήνονται στα 30 τους να καταπιούν την συσσωρευμένη οργή και τα συμπλέγματα μιας ολόκληρης ζωής και να... γίνουν οικογένεια;

People like... Αλεξ Κούρτζμαν πρέπει να έπαθαν σοκ! O σεναριογράφος μεγάλων blockbusters (από το «The Island» μέχρι τους «Transformers» και από την αναβίωση του «Star Trek» μέχρι το «Cowboys & Aliens») επιλέγει να κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο όχι με μία ταινία στα sci fi επικά μέτρα του, αλλά μ' ένα «μικρό», προσωπικό και κατά βάση αυτοβιογραφικό δράμα χαρακτήρων. Και ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε γνωρίσει συμπτωματικά σ' ένα πάρτι την ετεροθαλή αδελφή του, κι αυτό το ενήλικο σοκ ήταν κάτι που ήθελε να κάνει ταινία.

Υπάρχει μία αδιαφιλονίκητη γοητεία που κατανικά τα κλισέ στο πρώτο μέρος της ταινίας. To ξεκίνημα του «Ανθρωποι σαν κι Εμάς» θυμίζει έντονα κάτι ανάμεσα στο «Elizabethtown» του Κάμερον Κρόου και το «Laurel Canyon» της Λίζα Τσολοτένκο. Θρυλικές μουσικές, εκατοντάδες αραδιασμένα βινύλια, φωτογραφίες με ροκ μύθους στους τοίχους συστήνουν στο θεατή τον αποθανόντα μουσικό παραγωγό πατέρα του ήρωα, υποδηλώνοντας ότι και η πιο cool, 60ς, απελευθερωμένη γενιά, αυτή που θα άλλαζε τον κόσμο, έβγαλε σκάρτους γονείς. Εμείς τους κρεμάσαμε ως rock stars στους τοίχους μας, εκείνοι... κρέμασαν τα παιδιά τους. Αποκαθήλωση τώρα.

Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Σαλβατόρε Τοτίνο («Cinderella Man», «Any Given Sunday») που προσδίδει μία γήινη, vintage ατμόσφαιρα ο Κούρτζμαν κρατά τις συστάσεις με τους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους σπιντάτες, τους ρυθμούς ισορροπημένα σφιχτούς και αποφεύγει, αρχικά, την παγίδα της μελό δραμεντί.

Στο πλευρό του, οι ηθοποιοί του. Ο πρωταγωνιστής του και στο «Star Trek» Κρις Πάιν αποδεικνύεται για άλλη μία φορά αξιοπρεπέστατος, η Μισέλ Φάιφερ μας επανασυστήνεται με μία ώριμη εγκράτεια που ξαφνιάζει, ο πιτσιρικάς Μάικλ Χολ Ντ' Αντάριο («Sinister») μας κερδίζει με την αβίαστη παιδική του μαγκιά. Η πραγματική ηθοποιός όμως είναι η Ελίζαμπεθ Μπανκς. Δίνει ισορροπίες σ' έναν σχηματικό ρόλο και τον μεταμορφώνει σε μία πραγματική γυναίκα που την πιστεύεις. Υπάρχουν σκηνές της με τον Πάιν που μένεις να παρακολουθείς την δεξιοτεχνία του ηθοποιού στον νατουραλισμό, τη δουλειά στις λεπτομέρειες, την πραγματική χημεία.

Μόνο που κάπου στα μισά της ταινίας, όλο αυτό το ελπιδοφόρο πόνημα προσκρούει στο μεγαλύτερο εμπόδιο που θα μπορούσε να συναντήσει: τον ίδιο του τον εαυτό. Η ανάγκη για bigger-than-life μελόδραμα, η σεναριακή εμμονή με την «σύγκρουση» και καθιερωμένη «ανατροπή» της τρίτης πράξης, η ανασφάλεια ότι τα σοβαρά πράγματα οφείλουν να καταγράφονται με πομπώδη μεγαλοστομία, κατασπαράζουν όσα έχτισαν οι μικρότερες, τρυφερές, αβίαστες στιγμές - αυτές που συνθέτουν τις πραγματικές οικογένειες. Κι όλα κατέληξαν κλισεδιάρικα, γλυκερά, προβλέψιμα. Σαν μία τυπική αμερικάνικη ταινία «για όλη την οικογένεια».